Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τ' αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους
RAINER MARIA RILKE
Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010
ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ του Γιώργου Διαλεγμένου προς το Νίκο Παπατάκη
Ρώτησα «τι συμβαίνει εδώ ρε παιδιά;», και μου είπαν ότι κάποιος σκηνοθέτης Γάλλος κάνει οντισιόν για το καστ στην ταινία του. Ετοιμάζομαι να φύγω γιατί θα αργούσα στην πρόβα, όταν ο Γιώργος Εμιρζάς, που ήταν βοηθός του Παπατάκη και με ήξερε λίγο, μού λέει: Γιατί δεν θέλεις να σε δει και σένα;
- Δεν έχω καιρό να περιμένω στη σειρά.
- Θα σε γράψω να σε δει πρώτο, σε λίγο αρχίζουμε.
- Εντάξει, του λέω. Ανέβηκα στη σκηνή και είπα ένα δεκάλεπτο μονόλογο από το «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, που τον είχα πρόχειρο στο μυαλό, μιας και με αυτόν είχα δώσει απολυτήριες εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, όπου σπούδαζα.
Πήρα το ρόλο ερήμην μου
Οταν τελείωσα, μου λέει ο Παπατάκης: Μπορείς να το ξαναπαίξεις; Οχι, του είπα, γιατί δεν είχα καιρό. Εφυγα χωρίς να ξανασκεφτώ αυτή τη συνάντηση. Οταν ξαφνικά, μετά έξι μήνες, πήρα ένα τηλεφώνημα για να περάσω από κάποιο γραφείο, λέει, που με ήθελαν. Πήγα. Εκεί ήταν ο Παπατάκης με άλλους 4-5 άνδρες, νόμιζα ότι ήμουνα στην Ασφάλεια για κάποια ανάκριση. Γιατί έπιασε και το μάτι μου και κάτι κρυφονοήματα.
Οση ώρα μού μιλούσε ο Παπατάκης, ο αδελφός του με φωτογράφιζε. Τώρα, έλεγα μέσα μου, θα μού πάρουν και τα αποτυπώματα και ο Παπατάκης θα μου δώσει την πρώτη σφαλιάρα. Τα άλλα δεν έχουν σημασία. Είχα πάρει το ρόλο του Θάνου σχεδόν ερήμην μου, όπως όλα τα ωραία πράγματα που έρχονται όταν δεν τα κυνηγάς.
Η πρώτη εντύπωση που μού έδωσε αυτός ο άνθρωπος ήταν ότι είχε μια πολύ ωραία κίνηση το σώμα και τα χέρια του. Ηταν σαν να περπάταγε μέσα σε νερό ή σαν να μην είχε βαρύτητα. Το έχουνε πολύ αυτό οι μιγάδες, γιατί ο Παπατάκης ήταν από πατέρα Ελληνα και μητέρα Αιθιόπισσα. Εχω πάντα τη συνήθεια να χωρίζω τους ανθρώπους σε πετούμενα, ερπετά, υδρόβια κ.λπ. Τον ποιητή Μάνο Ελευθερίου τον έχω κατατάξει στις σκνίπες. Τον γιο της γυναίκας μου Σοφίας, στο αλογάκι της Παναγίτσας. Ο Παπατάκης ανήκει στα αιλουροειδή. Είχε ένα χαμόγελο που έκρυβε πάντα κάποια ειρωνεία για τα πράγματα που συνέβαιναν γύρω του, τουλάχιστον όταν βρισκόταν στην Ελλάδα. Ενώ γνώριζε τι σημαίνει διαπραγμάτευση με τον Ελληνα, πάντα έμενε άναυδος και έκπληκτος και γέλαγε. Τον εκτιμούσα αφάνταστα για τη στάση ζωής του, για την οξυδέρκεια του πνεύματός του και για την βάναυση κριτική ματιά, που ασκούσε σε κάθε τι που τον ενοχλούσε. Και τον ενοχλούσαν πάρα πολλά. Πάντα βούταγε τις φράσεις του μέσα σε ένα αδιόρατο χαμόγελο, που δεν σου άφηνε περιθώρια να σκεφτείς το αντίθετο.
Σαν να χόρευε μπαλέτο
Ο Παπατάκης για μένα ήταν μια αφετηρία για τη μετέπειτα εξέλιξη του χαρακτήρα μου, ή μάλλον μού εδραίωσε ακλόνητα αυτό που είχα μέσα μου. Τον θυμάμαι στα γυρίσματα των «Βοσκών» πώς πρόσεχε κάθε μέρα το ντύσιμό του, απλό, καλόγουστο, χωρίς εκζήτηση. Φόρουσε πολλές φορές μαύρο μακό φανελάκι με λαιμό ζιβάγκο και από πάνω μαύρο πουκάμισο ή στο χρώμα της αεροπορίας με εφαρμοστό κολλητό κοτλέ παντελόνι σε χρώμα μπεζ. Πολλές φορές λες και ήταν βγαλμένος από κάποιο μπαλέτο, τόσο ωραία ήταν η κίνηση του σώματός του. Δεν παρίστανε τίποτα ή μάλλον παρίστανε τον Παπατάκη, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς.
Στα γυρίσματα της ταινίας, που έγιναν στη Χασιά, στα Μέγαρα και στη Βάρη, ήταν ακραία επιθετικός. Μπορούσε να πάει ένα πλάνο όλη μέρα και να μην προχωράει παρακάτω αν δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα. Πριν πει μοτέρ, «action», μου ψιθύριζε κολλημένος στην κάμερα όταν μου έπαιρνε κοντινό: «Το απλούστερο, το καλύτερο».
Πώς έφυγα από τα γυρίσματα
Εβλεπα την αγωνία του να προσπαθεί να σου βγάλει ό,τι πιο δυνατό έχεις μέσα σου. Πολλές φορές ρώταγε τον διευθυντή φωτογραφίας τι μπομπίνες έχουμε ακόμη. Εχουμε αρκετές, του έλεγε. Και ο Παπατάκης ανταπαντούσε: Θα μας φτάσουν; Εχουμε ένα δύσκολο πλάνο ενάμισι λεπτού. Εγώ δεν τα πήγαινα καλά μαζί του. Γιατί σε κάποιο βραδινό γύρισμα δεν έβγαζα αυτό που μου ζητούσε και με είπε «μπαγκαμπόντ» δημόσια, σε πολύ κόσμο, κομπάρσους, ηθοποιούς, συνεργείο, περίεργους κ.λπ. γιατί «δέχτηκα το ρόλο χωρίς να μπορώ να τον φέρω εις πέρας». Είναι, όποιος έχει δει την ταινία, η σκηνή της εκκλησίας που γονατιστός παρακαλώ το αφεντικό μου (Δήμος Σταρένιος) να με συγχωρέσει.
Την άλλη μέρα έφυγα από τα γυρίσματα, ξύπνησε μέσα μου του Βοτανικού ο μάγκας. Τα γυρίσματα σταμάτησαν για 3-4 μέρες. Καταλαβαίνετε τον πανικό; Πρόγραμμα, οργάνωση, όλα πίσω. Μικροκαταστροφή οικονομική. Εφυγα ώσπου να μου περάσει ο θυμός. Μετά μου εξήγησε ο Παπατάκης ότι έπρεπε στη σκηνή αυτή να με ξεφτιλίσει μπροστά σε όλους για να γράψει η κάμερα. Ηταν μια πολύ δύσκολη σκηνή, που τον βασάνιζε μέρες, παραδέχτηκε. Η κάμερα ήθελε την ταπείνωσή μου στο πρόσωπο, στα μάτια, στο δέρμα μου, στην κίνησή μου, στις παύσεις μου και όχι στην ψυχή μου, που δεν φαινόταν.
Η κάμερα δεν χορταίνει
«Δεν θέλω να μου παίξεις τον ταπεινωμένο, αυτό μας το έδειξες σε πέντε λήψεις και το κάνεις πάρα πολύ καλά. Η κάμερα θέλει να σε δει να ταπεινώνεσαι αληθινά. Η κάμερα δεν χορταίνει όσα και να της δώσει ο ηθοποιός. Κατάλαβέ το», μου έλεγε. «Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Πρέπει να ταπεινωθείς τόσο, όσο δεν πάει άλλο. Πάμε κλακέτα, sil vous plait, 14η λήψη, σκηνή εκκλησίας, βράδυ. Action».
Εχω ακόμα μετά τόσα χρόνια τη φωνή του με κείνο το γαλλικό αξάν στα αφτιά μου. Φυσικά, από τότε ήρθαμε πιο κοντά σαν άνθρωποι, γιατί όταν είδα το πλάνο στο στούντιο γύρισα και τον φίλησα. Αυτός χαμογέλασε χωρίς να μου πει τίποτα και 'γώ τον ξαναφίλησα. Δακρύζω στη σκοτεινή αίθουσα, πώς μπόρεσε να μου βγάλει όλη αυτή τη δύναμη της ταπείνωσης, άπειρος όπως ήμουνα, μέσα σε τόσο κόσμο που είχε το πλάνο. (Βραδινό, Πάσχα, Ανασταση). Δεν μου ξανασυνέβη ποτέ στην πορεία μου ως ηθοποιός.
Σ' ένα άλλο πλάνο, κάπου στα Μέγαρα, με έβαλε να τρέχω πίσω από ένα ξεσκέπαστο φορτηγάκι, με την κάμερα να με τραβάει. Το φορτηγάκι άνοιγε ταχύτητα κι εγώ έπρεπε να κρατάω την ίδια απόσταση με την κάμερα. Ηταν τέτοια η κούρασή μου από τις συνεχόμενες λήψεις, που στο τέλος κατούρησα αίμα. Φυσικά, δεν του το είπα γιατί δεν θα τον ενδιέφερε, μιας και ο ίδιος στα γυρίσματα φλεγόταν ολόκληρος. Τη σκηνή αυτή την έκοψε γιατί κάτι δεν του πήγαινε τελικά στο μοντάζ.
Στον Παπατάκη πρέπει να χρωστάμε πολλά. Ηταν μια σταθερή αξία, που όποιος ήταν κοντά του μόνο έπαιρνε. Ηταν μια εμβληματική μορφή, όμως η χώρα μας δεν τον εκτίμησε και δεν τον εκμεταλλεύτηκε. Πέρασε από 'δώ και δεν πήραν χαμπάρι τα πολιτικά ζωντόβολα, που κυβερνούν την Ελλάδα χρόνια τώρα, που με τη βοήθεια πάντα των κανίβαλων του εκλογικού σώματος φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Τέλος, ήταν αυτός που με σύστησε στα μεγάλα περιοδικά μόδας στο Παρίσι και πόζαρα στα Elle, Lui, "Εικοσάχρονος", "Vogue" κλπ. για να βγάζω χρήματα στα δύσκολα χρόνια. Εβγαζα αρκετά, μέχρι που λέγανε ότι με τροφοδοτούσε η χούντα για να καρφώνω τους αντιστασιακούς. Ο Νίκος Κούνδουρος, όμως, με ξέρει καλά που ήμασταν εκεί, στο Παρίσι.
Δέρνοντας με βίτσα την Καρλάτος
Αυτή ήταν η μια πλευρά του Παπατάκη. Από την άλλη, γιατί είχε κι άλλη πλευρά όπως έχουμε όλοι μας, πολλές φορές στα γυρίσματα έδειχνε τέτοια σκληρότητα, που δεν συναντάς σε άνθρωπο. Θυμάμαι ακόμα ένα γύρισμα στη Χασιά, με πέντε βαθμούς υπό το μηδέν, την Ολγα Καρλάτος, γυναίκα του τότε, με καλοκαιρινό μπλουζάκι και μίνι φούστα, σε κακοτράχαλα βουνά και ξυπόλητη, να γυρίζουμε ένα πλάνο που τη δέρνω με μια βίτσα για να προχωρήσει. Θεέ μου!!! Τι ξύλο ήταν αυτό. Μόνο και μόνο για να γράψει η κάμερα τον πόνο της. Τρεις βίτσες έσπασαν επάνω της και το πλάνο δεν έβγαινε, όπως το ήθελε ο Παπατάκης. Κάθε φορά στην επανάληψή του, με έπαιρνε ιδιαίτερα και μου έλεγε: «Πιο δυνατά χτύπα την, κάν' την να ουρλιάζει, δεν εκφράζεται το πρόσωπό της». Είχα πάθει πλάκα από την παγωνιά και το ξύλο. Νόμιζα πως καυλώνει με το να βλέπει να δέρνω τη γυναίκα του τόσο άγρια στα γυμνά της μπούτια, και ξανά και πάλι. Πόσες λήψεις, Θεέ μου! Ισως γι' αυτό και η Ολγα δεν με ξέχασε ποτέ. Οταν έρχεται στην Ελλάδα περνάει να με δει στο Αγκίστρι, που έχει σπίτι ο αδελφός της. Θυμόμαστε τι τραβήξαμε και γελάμε.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Ο,τι και να πεις για τον Παπατάκη στο τέλος θα τελειώσεις με έναν θαυμασμό για τον άνθρωπο, τον καλλιτέχνη, τον αγωνιστή, τον ωραίο νέο που ξετρέλαινε στα νιάτα του, αλλά και αργότερα, το Σεν Ζερμέν. Ενας άνθρωπος στον πλανήτη Γη από Ελληνα πατέρα και Αιθιόπισσα μητέρα.
Εγώ, όμως, θα τον θυμάμαι και γιατί, ακόμα, στο Παρίσι ήταν αυτός που με έριξε για ένα φεγγάρι στην αγκαλιά μιας άλλης Ολγας, της Ολγας Ζορζ-Πικό, πρωταγωνίστριας τότε του Αλέν Ρενέ στο φιλμ «Αντίο φίλε». Ετσι θέλω να κλείσω εδώ και εγώ το σημείωμά μου: «ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ».Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
Filmmaker Jafar Panahi must not return to prison!
We have just learnt, with great anger and concern, about the judgement of the Court of the Islamic Republic in Teheran, heavily condemning Iranian filmmaker Jafar Panahi.
The sentence: six years of imprisonment without remission, accompanied by a ban of twenty years on writing and making films, giving interviews to the press, leaving the territory, or communicating with foreign cultural organisations.
Another filmmaker, Mohammed Rassoulov, has been likewise sentenced to six years in prison. Jafar Panahi and Mohammed Rassoulov are going to join the many prisoners now rotting in jail in Iran in a state of total distress. Some are on hunger strikes, while others are gravely ill.
What does the Iranian government reproach Jafar Panahi with? Having conspired against his country and carried out a campaign hostile to the Iranian regime.
The truth is that Jafar Panahi is innocent and his only crime is wishing to continue to freely exercise his profession as a filmmaker in Iran. Over the last few months the Iranian government has put into place against him nothing short of a machine of war in order to destroy him, while locking him up to silence him.
Jafar Panahi is a renowned filmmaker and his films have been shown all over the world. Invited by the greatest film festivals in the world (Cannes, Venice, Berlin), he is today prevented from pursuing his work as a filmmaker. The heavy sentence inflicted upon Jafar deprives him of his freedom, while preventing him both physically and morally from carrying out his work as a filmmaker. Henceforth, he must remain silent, refrain from any and all contact with his fellow filmmakers both in Iran and anywhere else in the world.
Through this sentence inflicted upon Jafar Panahi, it is manifestly all of Iranian cinema which is targeted.
This sentence both revolts and scandalises us. So, let us call upon all filmmakers, actors and actresses, screenwriters and producers, all motion-picture professionals as well as every man and woman who loves freedom and for whom human rights are fundamental, to join us in demanding the lifting of this sentence.
Join the call alongside of le Festival de Cannes, la SACD, la Cinémathèque française, l'ARP, la Cinémathèque suisse, le Festival international du film de Locarno, le Forum des images, Positif, la SRF, les Cahiers du cinéma, Citéphilo (Lille), France culture, la Mostra Internazionale d'Arte Cinematogafica di Venezia, Culturesfrance.
Σε έξι χρόνια φυλάκιση και 20 χρόνια «σιωπής» καταδικάστηκε ο σκηνοθέτης
Οι μουλάδες εξοντώνουν τον Παναχί
Ο διάσημος Ιρανός σκηνοθέτης Τζαφάρ Παναχί καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση και σε 20 χρόνια απόλυτης καλλιτεχνικής σιωπής.
Δεν θα μπορεί να γράφει σενάρια, να γυρίζει ταινίες, να ταξιδεύει στο εξωτερικό και να μιλάει στα μίντια.
Η είδηση προκάλεσε διεθνή σάλο. Στη Γαλλία σήμανε επιστράτευση για τη σωτηρία του -έχει δικαίωμα σε έφεση. Την «αγανάκτησή» του εξέφρασε ο υπουργός Πολιτισμού Φρεντερίκ Μιτεράν. Ο γενικός διευθυντής του Φεστιβάλ των Κανών Τιερί Φρεμό κάλεσε την κινηματογραφική κοινότητα σε «άμεση δράση» και ανέλαβε τη δημιουργία επιτροπής στήριξης με πρόεδρο τον Μπερτράν Ταβερνιέ.
Σε έξι χρόνια φυλάκιση καταδικάστηκε και ο νεαρός βοηθός του Παναχί, Μοχάματ Ραζούλοφ. Ο σκηνοθέτης του «Λευκού μπαλονιού» και του «Κύκλου», θερμός υποστηρικτής του «Πράσινου κινήματος», συνελήφθη τον Ιούλιο του 2009 επειδή συμμετείχε στις διαδηλώσεις εναντίον της αμφιλεγόμενης εκλογής Αχμαντινετζάντ. Την 1η Μαρτίου 2010 συνελήφθη και πάλι, μαζί με τη σύζυγο, την κόρη του και άλλα 16 άτομα, στο σπίτι του, με την κατηγορία ότι «ετοίμαζε ταινία εναντίον του καθεστώτος με θέμα τα μετεκλογικά γεγονότα».
Εμεινε στη φυλακή Εβιν της Τεχεράνης 85 μέρες και έκανε απεργία πείνας. Πριν απελευθερωθεί στις 24 Μαΐου καταβάλλοντας 200 χιλιάδες εγγύηση, είχαν ξεσηκωθεί ζητώντας την απελευθέρωσή του από το Φεστιβάλ των Κανών μέχρι τους σταρ του Χόλιγουντ (Σκορσέζε, Σπίλμπεργκ, Ιστγουντ, Κοέν, Κόπολα, Στόουν κ.ά.).
Ο 50χρονος σκηνοθέτης αρνείται ότι σκόπευε να γυρίσει αντικαθεστωτική ταινία. Αλλωστε οι ταινίες του, όσο πολιτικές κι αν ήταν, είχαν κυρίως αιχμές για την απαράδεκτη κατάσταση των γυναικών στο Ιράν (ο «Κύκλος», Χρυσό Λιοντάρι το 2000, και «Οφ σάιντ», Αργυρή Αρκούδα το 2006).
Στην απολογία του στο δικαστήριο (7 Νοεμβρίου) ο Παναχί αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. «Οταν κατηγορείτε εμένα, κατηγορείτε ολόκληρο το στρατευμένο, κοινωνικό και ανθρωπιστικό ιρανικό σινεμά», τόνισε. «Το σινεμά, που δεν κρίνει ούτε μπαίνει στην υπηρεσία της εξουσίας και του χρήματος, αλλά κάνει ό,τι μπορεί για να συλλάβει μια πραγματική εικόνα της κοινωνίας. Οταν κάνεις τους καλλιτέχνες αντιπαραγωγικούς και στείρους, καταστρέφεις κάθε μορφή σκέψης και δημιουργικότητας».
Και κατέληξε με ένα «κατηγορώ» του ολοκληρωτικού καθεστώτος της πατρίδας του.
«Είμαι Ιρανός και θέλω να ζήσω και να δουλέψω στο Ιράν. Αγαπώ την πατρίδα μου και πλήρωσα ήδη το κόστος αυτής της αγάπης. Πιστεύω βαθιά στο δικαίωμα του "άλλου", στη διαφορά και στην ανεκτικότητα, που σε εμποδίζει να κρίνεις και να μισείς. Δεν μισώ κανέναν, ούτε τους ανακριτές μου. Η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο έχει υπομονή. Οι μικρές ιστορίες που περνάνε από μπροστά της δεν είναι ασήμαντες. Ανησυχώ για τις γενιές που έρχονται. Η χώρα μας είναι ευάλωτη. Μόνο η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος δικαίου για όλους, χωρίς διάκρισεις εθνικότητας, θρησκείας ή πολιτικής άποψης, θα μας προστατεύσει από τον πραγματικό κίνδυνο ενός μέλλοντος χαώδους και μοιραίου».
από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 22/12/2010
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
ΣΙΝΕΜΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ, ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ
Το Χαμζάρ Μπέη Τζαμί ή πιο γνωστό ως Αλκαζάρ στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 ήταν κινηματογράφος και μάλιστα ταινιών πορνό. «Οταν το 1982 μας ζήτησαν από τα «Δημήτρια» να συμμετάσχουμε στο φεστιβάλ με τους «Χειμερινούς Κολυμβητές», δεχτήκαμε, με τη συμφωνία η συναυλία να γίνει στο Αλκαζάρ. Πράγματι παίξαμε και μετά ο κινηματογράφος συνέχισε το πρόγραμμά του με μια ταινία».
.
Αυτά μας τα διηγείται ο Αργύρης Μπακιρτζής, που εκτός από τραγουδοποιός είναι αρχιτέκτονας της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ. Στην καριέρα του μάλιστα αντιμετώπισε πολλές φορές την πρόκληση της αναστήλωσης ενός οθωμανικού τζαμιού. «Ηταν η πρώτη φορά που το Αλκαζάρ εντάχθηκε με έναν άλλον τρόπο στη ζωή της πόλης και μάλλον το έναυσμα για να αρχίσουν αργότερα τα προγράμματα αποκατάστασης του μνημείου» επισημαίνει. Και προσθέτει: «Εάν ένα χριστιανικό μνημείο σε μη ελληνικό έδαφος μετατρεπόταν σε σινέ-πορνό, αντιλαμβάνεστε ότι θα ήταν μέγα θέμα». Σκεφθείτε δε ότι το εν λόγω τζαμί, σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή είναι ο αρχαιότερος ισλαμικός ευκτήριος οίκος που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη (1467-8).
Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια η φροντίδα των οθωμανικών μνημείων από το ελληνικό κράτος, αλλά και η μελέτη τους, αποκτά πιο τακτικό και συστηματικό χαρακτήρα. Η σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση δύο συλλογικών τόμων για τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα αποδεικνύει αυτή την αλλαγή. Το 2008 κυκλοφόρησε η έκδοση της εταιρείας Αίμος «Η συντήρηση και αποκατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα», με επιμέλεια της αν. καθηγήτριας αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ Αιμιλίας Στεφανίδου, και το 2009 ο τόμος του υπουργείου Πολιτισμού «Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα».
Η πρόσφατη έγκριση από το ΚΑΣ της μελέτης που υπογράφει ο Α. Μπακιρτζής για την αποκατάσταση του τζαμιού Μεχμέτ Τσελεμπί στο Διδυμότειχο, ένα από τα παλαιότερα (χτίστηκε το 1421) και μεγαλύτερα οθωμανικά τεμένη της Ευρώπης, που βρισκόταν σε χρόνια εγκατάλειψη, ήρθε να προσθέσει ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ. Την ίδια χρονική περίοδο πληθαίνουν οι φωνές που ζητάνε την ανέγερση τζαμιού στην Αθήνα για την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων της μουσουλμανικής κοινότητας. Και μπορεί τα δύο γεγονότα να μη συσχετίζονται άμεσα, αφού ένα τζαμί που αναστηλώνεται δεν μπορεί να παραχωρηθεί ως χώρος προσευχής, εφ' όσον είναι πια διατηρητέο μνημείο, αλλά αναδεικνύουν εύγλωττα τη ανάγκη της διαπολιτισμικής αποδοχής, αναγνώρισης και συνεννόησης.
Αργησαν οι αναστηλώσεις
Είναι αλήθεια ότι, αν και τα οθωμανικά μνημεία αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, αυτό άργησε να γίνει αποδεκτό, και κοινωνικά, και ως κρατική πολιτική. Βέβαια, επίσημα οι καταγραφές και κηρύξεις τέτοιων κτισμάτων ως μνημείων ξεκίνησαν από τη δεκαετία του '20. Αλλά στην πράξη πολλά εγκαταλείπονταν στη φθορά, άλλα γκρεμίζονταν και άλλα δέχονταν μη συμβατές χρήσεις. Εντούτοις πολλές καταγραφές και αποτυπώσεις οφείλονται στον Αναστάσιο Ορλάνδο, ο οποίος, ώς διευθυντής Αναστήλωσης από το 1916 ως το 1958, κατέγραψε τον μνημειακό πλούτο σε όλη την Ελλάδα και φυσικά και τον οθωμανικό.
Επειδή, όμως, τα πιο εμβληματικά είναι τα θρησκευτικά μνημεία, εκεί καταγράφονται και οι μεγαλύτερες καταστροφές. Η Αιμιλία Στεφανίδου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μετά την απελευθέρωση, το νέο κράτος, προσπαθώντας να αποβάλει τα σύμβολα των κατακτητών, καταστρέφει κατ' αρχήν του θρησκευτικούς χώρους των μουσουλμάνων και μάλιστα τα πιο χαρακτηριστικά τμήματά τους, τους μιναρέδες».
Στη Φλώρινα, λόγου χάριν, το 1926, με εντολή των αρχών, κατεδαφίστηκαν τα πέντε από τα επτά τζαμιά της πόλης. Κάτω από εθνοθρησκευτικές αντιλήψεις στην περίοδο της επταετούς δικτατορίας κατεδαφίζονται πολλά τζαμιά. Αλλα κατεδαφίστηκαν για τη διενέργεια ανασκαφών, ειδικότερα στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού που επικρατούν κλασικιστικές αντιλήψεις. Αργότερα οι νέες οικιστικές, πολεοδομικές και ρυμοτομικές ανάγκες των πόλεων οδηγούν σε μερική ή ολική καταστροφή μνημείων, μεταξύ αυτών και οθωμανικών. Κάποια κατεδαφίζονται για να χτιστούν δημόσια κτίρια, τράπεζες, ακόμα και εμπορικά καταστήματα (π.χ. το Μολλά Τζαμί στη Δράμα γκρεμίστηκε το 1927 και στη θέση του βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα), ή για να ανοιχθούν δρόμοι.
Οσα τζαμιά δεν κατεδαφίζονται παίρνουν διάφορες χρήσεις. Τη δεκαετία του '20 πολλοί ιεροί χώροι των μουσουλμάνων μετατρέπονται σε χριστιανικούς -το τζαμί Ιμπραήμ Πασά στην Καβάλα είναι η σημερινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Υπήρξε το μεγαλύτερο τέμενος της πόλης (χτίστηκε το 1530) και το συνοδεύει η πικάντικη ιστορία του ιδρυτή του, του Ιμπραήμ πασά, ο οποίος υπήρξε κουνιάδος, βεζίρης, αλλά και εραστής του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη. Οταν η γυναίκα του Σουλεϊμάν τον δολοφόνησε, επονομάστηκε Ευνοούμενος ή Εκτελεσμένος. Κάποια άλλα τζαμιά στεγάζουν δημόσιες λειτουργίες, πολλά τα βρίσκουμε ως κινηματογράφους, ενώ κάποια δέχονται άλλες χρήσεις (ξυλουργεία, συνεργεία κ.ά.) Φυσικά υπάρχουν και εκείνα που χρησιμοποιούνται ως μουσεία, στεγάζουν αρχαιολογικές συλλογές, όπως το τζαμί Τζισδαράκι στην Πλάκα, όπου στεγάζεται συλλογή μεταβυζαντινής κεραμεικής.
Η απώλεια ή και η αλλοίωση πολλών οθωμανικών τέμενων σημαίνει όμως απώλεια πολύτιμων πληροφοριών για την ιστορική εξέλιξη των πόλεων, καθώς αυτά τα κτίρια κατείχαν κομβική θέση στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική ζωή μιας πόλης. Γι' αυτό και στα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης τον 19ο αιώνα οι μελετητές (Κλεάνθης-Σάουμπερτ-Κλέντζε και Εμπράρ-Μώσον αντίστοιχα) περιλαμβάνουν τα οθωμανικά μνημεία. Ο υπουργός Συγκοινωνιών της κυβέρνησης Βενιζέλου το διάστημα 1917-1922, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αντιδρά στην κατεδάφιση των μιναρέδων και γράφει: «είναι εθνικόν κτήμα, έχουν αξία και πρέπει να μένουν σεβαστά».
Συνήθως οι τοπικοί παράγοντες ήταν φορείς πιο συντηρητικών θέσεων και συχνά έρχονται σε αντίθεση είτε με τις πολιτικές αρχές, είτε συχνότερα με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πάντως οι αντιδράσεις αρχαιολόγων και φορέων δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το 1971 την κατεδάφιση στο Ηράκλειο του τζαμιού Βαλιδέ, το οποίο δεν έφτανε που ήταν οθωμανικό, αλλά πριν γίνει οθωμανικό ήταν και ενετικό, ο ναός του Σωτήρος-San Salvador.
Επιθέσεις και διαμαρτυρίες
Εκτοτε, άλλαξαν πολλά και κυρίως οι αντιλήψεις. Ο Α. Μπακιρτζής μας μεταφέρει για το πολύ σπουδαίο τζαμί στο Διδυμότειχο: «Ο δήμος, διαμέσου του δημάρχου, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την αποκατάσταση του μνημείου. Τεράστια αλλαγή, αν σκεφτείτε ότι το 1975 αρκετοί ζητούσαν να γκρεμιστεί. Αυτή τη στιγμή και η τοπική κοινωνία περιμένει να το δει αποκατεστημένο και μας λέει μπράβο».
Και, επειδή η κοντόθωρη αντίληψη έχει πολλές εκδοχές, ο ίδιος θυμάται ότι «το 1960 στην Καβάλα γκρεμίστηκε η εκκλησία της Παναγίας, διότι ήταν μεταβυζαντινή, άρα τούρκικη!» Φυσικά δεν έχουν εκλείψει ούτε σήμερα οι εκφραστές των πιο ακραίων και φανατισμένων αντιλήψεων. Επιθέσεις γίνονται στον τεκέ των Τεμπών το 1997, σε τζαμί της Ξάνθης το 2009, ενώ διαμαρτυρίες εκφράζονται για την αποκατάσταση του τζαμιού της Ελασσόνας το 1995, του Γενί Τζαμιού της Μυτιλήνης το 2005. Ωστόσο τέτοιες αντιλήψεις και συμπεριφορές εκπροσωπούν μικρό κομμάτι της κοινωνίας.
Αυτή τη στιγμή η επίσημη πολιτεία έχει κηρύξει διατηρητέα περισσότερα από 400 οθωμανικά μνημεία, από τα οποία περίπου τα 100 είναι τζαμιά και μιναρέδες. Ο πραγματικός αριθμός αυτών των κτιρίων στον ελλαδικό χώρο προφανώς και ήταν μεγαλύτερος, αν σκεφτούμε ότι η οθωμανική παρουσία ξεκίνησε το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και έληξε ολοκληρωτικά στις αρχές του 20ού. Τα κοινοτικά πακέτα στήριξης, κυρίως τα Β' και Γ' ΚΠΣ αποτέλεσαν την πηγή χρηματοδότηση πολλών έργων αποκατάστασης και επανάχρησης γενικότερα οθωμανικών μνημείων και φυσικά τεμενών. Το πρόσφατα αποκατεστημένο τζαμί της Ναυπάκτου θα στεγάσει τη βυζαντινή συλλογή της πόλης. Το τζαμί της Λάρισας στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται πλήθος οθωμανικών μνημείων, μετά τους σεισμούς του 1978, εκπονούνται συστηματικά προγράμματα αναστήλωσης και έχουν αναστηλωθεί το τέμενος Χαμζά Μπέη, το Γενί Τζαμί, το Αλατζά Ιμαρέτ, όπου στα δύο τελευταία φιλοξενούνται εκδηλώσεις της πόλης. Στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα επίσης εκπονούνται ανάλογα προγράμματα. Στο τζαμί Καρά Μουσά του Ρεθύμνου, μετά την αποκατάστασή του, θα φιλοξενηθεί ψηφιακή βάση δεδομένων των οθωμανικών μνημείων της Κρήτης, στον προκειμένη περίπτωση μια χρήση απολύτως ταιριαστή με τον χώρο. Το περίφημο Οσμάν Σαχ Τζαμί στα Τρίκαλα, που έγινε με σχέδια του ελληνικής καταγωγής σημαντικού αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Σινάν, έχει αποκατασταθεί και παραχωρηθεί για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του δήμου. Το Φετιχέ Τζαμί στα Γιάννενα θα φιλοξενήσει έκθεση με θέμα «Η πόλη των Ιωαννίνων και ο Αλή Πασάς».
Ο κατάλογος είναι μακρύς και σίγουρα τιμητικός, όταν το επίσημο κράτος έστω και καθυστερημένα σκύβει πάνω σε αυτό το κομμάτι των υλικών μαρτυρίων της ιστορίας του τόπου, αλλά θα τολμήσουμε να πούμε ότι, ακριβώς λόγω αυτής της καθυστέρησης, παραμένει ένας κατάλογος αναντίστοιχος της τεράστιας ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, που μένει ωστόσο να ολοκληρωθεί. *
Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΜΥΡΙΛΛΑ (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ)
Συμπλοκές μεταξύ αλλοδαπών
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΧΑΪΑΣ
Πάτρα, 16 Δεκεμβρίου 2010
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Συμπλοκές μεταξύ αλλοδαπών
Σήμερα (16-12-2010) και ώρα 14.30 έλαβε χώρα επεισόδιο μεταξύ ομάδας Αφγανών και Αφρικανών στον επιβατικό Σταθμό του ΟΣΕ Πατρών. Με την άμεση επέμβαση Αστυνομικών δυνάμεων το επεισόδιο έληξε χωρίς να σημειωθούν τραυματισμοί και υλικές ζημιές.
Περί ώρα 17.50 της ιδίας, ομάδα -150- περίπου ατόμων, Αφρικανικής καταγωγής, κινήθηκαν δια της οδού Όθωνος Αμαλίας, προς το αμαξοστάσιο του ΟΣΕ Αγ. Διονυσίου, όπου έχουν βρει προσωρινό κατάλυμα Αφγανοί μετανάστες, κρατώντας στα χέρια τους ξύλα και πέτρες και επιτέθηκαν σε αυτούς. Με την άμεση παρέμβαση Αστυνομικών δυνάμεων διαχωρίστηκαν και απομακρύνθηκαν από το σημείο.
Από τη μεταξύ τους ρίψη αντικειμένων τραυματίσθηκαν ελαφριά τρείς Αφγανοί, προκλήθηκαν φθορές σε επτά σταθμευμένα οχήματα και πυρκαγιά σε σκέπαστρο εγκαταλειμμένης καφετέριας επί της οδού Δροσοπούλου, η οποία κατεσβέσθη από Π.Υ.Πατρών.
Προανάκριση διενεργεί η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Πατρών
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
Το 2009 οι εργαζόμενοι στο Λούβρο έκαναν απεργία, διαμαρτυρόμενοι για τα σχέδια της κυβέρνησης να μειώσει το προσωπικό. Εναν χρόνο μετά, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να μην προχωρήσει σε περικοπές στον τομέα του πολιτισμού, αναγνωρίζοντας τη σημασία του. Το 2009 οι εργαζόμενοι στο Λούβρο έκαναν απεργία, διαμαρτυρόμενοι για τα σχέδια της κυβέρνησης να μειώσει το προσωπικό. Εναν χρόνο μετά, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να μην προχωρήσει σε περικοπές στον τομέα του πολιτισμού, αναγνωρίζοντας τη σημασία του. Οχι, όμως, χωρίς αντίκτυπο. Στην Αγγλία, όπου 200 καλλιτεχνικοί οργανισμοί κινδυνεύουν να κλείσουν, διαμαρτύρονται με σλόγκαν του τύπου «Κόψε μας, αλλά μη μας σκοτώνεις». Διάσημοι εικαστικοί -από τον Χόκνεϊ και τον Γκόρμλεϊ μέχρι τον Χιρστ- τονίζουν σε ανοιχτή επιστολή τους τις συνέπειες από τη συρρίκνωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που τα τελευταία χρόνια αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Πολλοί μιλούν για «πολιτιστική χρεοκοπία» και αναρωτιούνται εάν θα καταφέρει η Πολιτιστική Ολυμπιάδα του Λονδίνου να προσφέρει ποιοτικά και ελκυστικά για τους τουρίστες προγράμματα.
Ο πολιτισμός, πηγή εσόδων
Δεν ακολουθούν, όμως, όλες οι χώρες την ίδια πολιτική. Στη Γαλλία, όπου πρόσφατα έγινε μια πρωτοφανής λαϊκή εξέγερση, τα αιτήματα δεν αναφέρονταν στον πολιτισμό. Πιθανότατα επειδή η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει μια μικρή αύξηση της τάξης του 2,7% των σχετικών παροχών. «Ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επέλεξαν να νοικοκυρέψουν τα έξοδα για τον πολιτισμό, η Γαλλία προτίμησε μια διαφορετική τακτική», τόνισε ο γάλλος υπουργός Πολιτισμού. «Η πολιτιστική προσφορά είναι καθοριστική για το κύρος μας και την οικονομική ανάπτυξη».
Στο ίδιο περίπου κλίμα, η «πλούσια» Γερμανία υποσχέθηκε να προστατέψει τις επιχορήγησεις για τις τέχνες. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ο Ομπάμα, με τη λογική «το χρήμα φέρνει χρήμα», αναγνωρίζει τη συμβολή του πολιτισμού στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Ακόμα και το Συμβούλιο της Πόλης της Νέας Υόρκης αναθεώρησε τις περικοπές προς τις τέχνες, υποστηρίζοντας ότι είναι μια σημαντική πηγή εσόδων, καθώς αποτελούν τουριστικό πόλο έλξης και προάγουν την ποιότητα της δημόσιας ζωής.
Ασφαλώς, η Ελλάδα είναι σε πολύ χειρότερη μοίρα. Ο συρρικνωμένος κρατικός προϋπολογισμός για το 2011 αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή την Πέμπτη κι ενώ ήδη ετοιμάζονται νέες περικοπές στις επιχορηγήσεις των πολιτιστικών ιδρυμάτων, ουδείς διαμαρτύρεται. Εχουμε συναινέσει ή απλώς συμβιβαστήκαμε με το μνημόνιο;
Ιδιαίτερες δυσκολίες αντιμετωπίζουν τα κρατικά μουσεία μας, που έχουν περικοπές της τάξεως του 30% στην επιχορήγησή τους. Στο βαθμό που μπορούν, όμως, παίρνουν τα μέτρα τους. «Σήμερα καλύπτουμε μόλις το 40% των ανελαστικών δαπανών», τονίζει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. «Αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του μουσείου, τουλάχιστον όμως έχουμε εξασφαλίσει με χορηγίες της εκθέσεις του επόμενου χρόνου». Η πρόεδρος του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κατερίνα Κοσκινά δηλώνει ότι για να αντεπεξέλθουν οργανώνουν εκθέσεις με μικρότερο κόστος, έχουν περιορίσει τις εκδηλώσεις, τις μετακλήσεις, την έρευνα. «Συγχρόνως έχουμε κάνει καλή διαχείριση του χρέους μας τα δύο τελευταία χρόνια και έχουμε εξασφαλίσει μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων το κορυφαίο μας γεγονός, την Μπιενάλε που θα γίνει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο».
Δύσκολα και για το θέατρο
Στην Αγγλία, από τον ερχόμενο Απρίλιο θα αρχίσουν οι περικοπές κατά 30% των επιχορηγήσεων προς τους πολιτιστικούς θεσμούς. Ακόμα και το Συμβούλιο των Τεχνών (ACE), που έχει την ευθύνη να μοιράζει τα χρήματα, πρέπει να περιορίσει στο ήμισυ τα λειτουργικά του έξοδα. Μόνο περίπου 100 πρωτοκλασάτα ιδρύματα, όπως τα μεγάλα μουσεία, θα διασωθούν με περικοπές κατά 15% και με στόχο να διατηρήσουν την πολιτική της ελεύθερης εισόδου.
«Μια μείωση του 10% έχει σοβαρό αντίκτυπο, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να διατηρήσουμε τον χαρακτήρα μας», έχει δηλώσει στην «Guardian» ο διευθυντής της Τέιτ, Νίκολας Σερότα. «Αν γίνουν περαιτέρω περικοπές, τότε χτυπούν κατ' ευθείαν στην καρδιά μας. Θα κινδυνέψουμε να μην πάρουμε μέρος στις μεγάλες εκθέσεις που οργανώνει το 2013-14 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ρισκάρουμε να γυρίσουμε το ρολόι πίσω 20 χρόνια».
Σε δύσκολη θέση βρίσκονται και οι θεατρικές ομάδες. Η Royal Sheakespeare Company -που ετοιμάζει να ανοίξει το νέο της θέατρο το 2011 -ανακοίνωσε ότι είναι αναγκασμένη να κάνει λιγότερες παραγωγές, να προσλάβει ελάχιστους ηθοποιούς και σκηνογράφους, να αυξήσει τις τιμές των εισιτηρίων, να περιορίσει τις περιοδείες.
Ιδιαίτερα θα πληγούν και οι περιφερειακοί θεσμοί, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ του Μάνστεστερ, ενώ όσοι προσβλέπουν στην υποστήριξη από τοπικούς φορείς ή ιδιώτες, μάλλον πρέπει να κρατούν μικρό καλάθι: «Οι ιδιωτικές χορηγίες δεν μπορούν να γεφυρώσουν το κενό που άφησε η κατάρρευση των κρατικών επιχορηγήσεων», προειδοποιούν οι χορηγοί.
Τουλάχιστον η βρετανική κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα ολοκληρωθεί η επέκταση της Tate Gallery και του Βρετανικού Μουσείου, ενώ το Παρίσι θα υποδεχθεί τη La Philarmonie, ένα νέο συναυλιακό κέντρο. Εδώ, θα προχωρήσουν οι επεκτάσεις των μουσείων και τα έργα πολιτιστικής υποδομής;
Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 15/11/2010(spinou@enet.gr)
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
Το ελληνικό σινεμά αλλάζει νοοτροπία / Tης Μαριας Κατσουνακη
Γι’ αυτό και προχθές, που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας μίλησε για τη «δεύτερη άνοιξη του ελληνικού κινηματογράφου», η φράση ήχησε παράξενα. Αιφνιδιαστικά και ξένα. Το γεγονός της πρόσκλησης τεσσάρων εκπροσώπων της «άνοιξης» αυτής, δύο θεσμικών και δύο δημιουργών, στο προεδρικό μέγαρο, επισημάνθηκε μεν από τον ημερήσιο Τύπο αλλά χάθηκε κιόλας μέσα στα δύσκολα και δυσοίωνα. Οι σκηνοθέτες Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη και Σύλλας Τζουμέρκας (με διακριτή παρουσία στο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας), και δύο πρόεδροι, ο Γιώργος Παπαλιός του Κέντρου Κινηματογράφου και ο Τάσος Μπουλμέτης της νεοσύστατης Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, πέρασαν δύο ώρες περίπου με τον κ. Παπούλια, γευματίζοντας και κουβεντιάζοντας.
Από τη συνάντηση έλειπαν αρκετοί. Η εκδήλωση όμως δεν είχε αυτό το περιεχόμενο. Ηταν η συμβολική κίνηση αναγνώρισης μιας ολόκληρης νέας γενιάς δημιουργών, εκ μέρους της επίσημης πολιτείας. Σημαντικό βήμα και για τις δυο πλευρές. Oχι γιατί δεν έχει ξαναδιαβεί την είσοδο του προεδρικού μεγάρου Ελληνας σκηνοθέτης, αλλά γιατί το εγχώριο σινεμά βρίσκεται σε παραγωγική, δημιουργική, αλλά και εύθραυστη τροχιά. Και, κυρίως, αλλάζει νοοτροπία. Νέοι δημιουργοί με διεθνές προφίλ που δεν περιμένουν την κρατική χρηματοδότηση για να ξεκινήσουν την επόμενη ταινία τους. Αναζητούν τρόπους για να προχωρήσουν. Κάνουν σινεμά με κάθε δυνατό μέσο και με οδηγό την ανάγκη και την επιθυμία «να μην πιάνουν την κάμερα στα χέρια τους κάθε πέντε χρόνια». Εχουν ορμή και πείσμα. Ο Γιώργος Λάνθιμος (με τις εγκωμιαστικές σε όλο τον κόσμο κριτικές για τον «Κυνόδοντα» - που παίρνει τον δρόμο για τα Οσκαρ ως ελληνική πρόταση) προσπαθεί να αρχίσει γυρίσματα τον Οκτώβριο για τη νέα του ταινία έστω και αν δεν βρίσκει, προς το παρόν, κρατική ενίσχυση. Το ίδιο και ο Φίλιππος Τσίτος (της βραβευμένης «Ακαδημίας Πλάτωνος»). Και άλλοι πολλοί. Εχουν, θέλουν κάτι να «πουν» και θα το «πουν» με κάθε τρόπο.
Η καμπή είναι κρίσιμη. Ο κρατικός απογαλακτισμός αποδεσμεύει και τροφοδοτεί. Προσοχή: «απογαλακτισμός» δεν σημαίνει εγκατάλειψη. Το κράτος έχει τρόπους να στηρίξει και να ενθαρρύνει το ελληνικό σινεμά σε αυτήν την προσπάθεια (όπως με τον νέο - περιμένουμε ένα χρόνο να κατατεθεί- νόμο για τον κινηματογράφο). Δεν απαλλάσσεται το κράτος από την ευθύνη, απαλλάσσεται όμως το σινεμά από τη φθορογόνα και πελατειακή εξάρτηση από δυσκίνητους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Το ελληνικό σινεμά την περίοδο της συντριπτικής κρίσης δοκιμάζει τις δικές του λύσεις. Η ξένη κινηματογραφική κοινότητα το έχει αντιληφθεί. Το έγκυρο Variety σε εκτεταμένο άρθρο του υπογραμμίζει: «Παρά την αναταραχή που έχει προκληθεί από την οικονομική κρίση της Ελλάδας, στον ελληνικό κινηματογράφο αναβλύζει η δημιουργικότητα». Εμείς, θέλουμε να το αντιληφθούμε;
Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010
Έλλη Παππά - Μαρτυρίες μιας διαδρομής
«Οι νέοι των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα δεν μπορούν να καταλάβουν τη σχέση ενός κομμουνιστή του '40 με το Κόμμα. Ήταν μια σχέση καθαρά μεταφυσική» γράφει η Έλλη Παππά στην πνευματική της διαθήκη, που μόλις κυκλοφόρησε αυτούσια και υπό τον τίτλο «Έλλη Παππά - Μαρτυρίες μιας διαδρομής» από τις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη (σελίδες 349).
«Η προσωπική μου αντίληψη» συνεχίζει η ίδια «ήταν ότι το να ξεκόψεις από το Κόμμα ή να σε απορρίψει το Κόμμα ήταν σαν να σε απόδιωχνε το γένος σου στην κοινωνία των γενών: Ήταν ποινή χειρότερη από την καταδίκη σε θάνατο» λέει η γενναία αγωνίστρια της Αριστεράς. Η Έλλη Παππά, 16 χρόνια πριν πεθάνει, είχε καταθέσει σε δύο φάσεις, το 1993 και το 1995, στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη δύο κείμενά της για τη βιωματική της μαρτυρία και την πολιτική της εμπειρία από την μακρόχρονη θητεία της στο κομμουνιστικό κίνημα, με τον όρο να ανοιχτούν μετά τον θάνατό της.
Σημαντικό στέλεχος του ΚΚΕ από τα χρόνια της Κατοχής, κρίκος στην αλυσίδα του παράνομου μηχανισμού του κομμουνιστικού κόμματος στην διάρκεια του Εμφυλίου έως την σύλληψή της, τον Δεκέμβρη του 1950, παρέμεινε μέχρι το τέλος της (πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 2009) μαχητική, διανοούμενη, ασυμβίβαστη.
Καταθέτει τα πράγματα όπως τα αντιλήφθηκε, τα πίστεψε και τα ερμήνευσε. Παρέδωσε τεκμήρια που εναπόκειται στους ιστορικούς να τα εκτιμήσουν.
«Ποιος ήταν ο ρόλος ανθρώπων με ηγετικές θέσεις ή εξ απορρήτων της ηγεσίας με αινιγματική προσωπικότητα και δραστηριότητα;» είναι ένα ερώτημα που την απασχολεί έντονα και υπογραμμίζει τρεις περιπτώσεις: των Θ.Λυκογιάννη, Δ.Βλαντά, Ν.Βαβούδη. Οι εκτιμήσεις της, μάλιστα, για τον τελευταίο διαπερνούν το βιβλίο.
Σημειώνεται ότι ο Νίκος Βαβούδης, στέλεχος του ΚΚΕ, είχε την εποχή εκείνη την ευθύνη των ασυρμάτων που επέτρεπαν την επικοινωνία με την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ.
Από το στέλεχος του ΚΚΕ Νίκο Ακριτίδη περίμενε, όπως γράφει, κάποιες εξηγήσεις, «πράγμα που δεν έγινε ποτέ».
Η γνωριμία της με το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκο Μπελογιάννη, ο έρωτάς τους, η σύλληψη και η απομόνωσή τους στην φυλακή, η εκτέλεση Μπελογιάννη, τα γράμματα στον γιο τους Νίκο, κυριαρχούν στο κείμενό της.
Η μακρά της «θητεία» στις φυλακές Αβέρωφ (αποφυλακίστηκε το 1963), οι συγκρούσεις της με ομάδα φυλακισμένων γυναικών, η καθαίρεσή της από τα κομματικά της καθήκοντα μέσα στην φυλακή κατονομάζονται, αποκαλύπτοντας τραγικές παραμέτρους.
«Με την ελπίδα ότι οι καταγεγραμμένες εμπειρίες της μπορούν ίσως να χρησιμεύσουν σε κάτι» η Έλλη Παππά, αναφέρει ρητά ότι «η αλλαγή μεθόδων λειτουργίας, λήψης κι εφαρμογής των αποφάσεων, ο σεβασμός στους αγωνιστές είναι πλέον στοιχειώδεις ανάγκες για την Αριστερά του τόπου μας, ύστερα από τις σκληρές εμπειρίες της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού».
Ειδικό κεφάλαιο στο βιβλίο είναι το πολυσέλιδο δακτυλόγραφό της για τον Νίκο Πλουμπίδη, το οποίο κατέθεσε πρώτο στο Μπενάκη το 1993.
«Χρύσα Χατζηβασιλείου, Στέργιος Αναστασιάδης, Νίκος Πλουμπίδης: τρία μέλη του Πολιτικού Γραφείου που είχαν αντιταχθεί στην απόφαση για τον ένοπλο αγώνα. Και οι τρεις εξοντώθηκαν διπλά. Με την απομόνωση, την δυσφήμιση ή το διά της σιωπής θάψιμο από το ίδιο το Κόμμα, στο οποίο ήταν στρατευμένοι με αφοσίωση και συνέπεια μέχρι θανάτου» γράφει μεταξύ άλλων η Έλλη Παππά.
Στο κείμενό της για τον Νίκο Πλουμπίδη περιλαμβάνεται και το ιδιόχειρο γράμμα του προς την ίδια, με ημερομηνία 4/5/52, στο οποίο τής γράφει για τον Νίκο Βαβούδη, ενώ με διάθεση προστατευτική την συμβουλεύει πώς να διαχειριστεί τις πολύ δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει μέσα στην φυλακή, μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη.
Για την «υπόθεση Πλουμπίδη», η Έλλη Παππά καταθέτει ό,τι βίωσε και γνωρίζει. Εξάλλου η υπόθεση Νίκου Πλουμπίδη, για τον οποίο δεν έγινε ποτέ κομματική αποκατάσταση, όπως ο ίδιος την εννοούσε, σε συνέδριο του ΚΚΕ, είναι ένα αυτόνομο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και στη νεώτερη πολιτική ιστορία.
Τον τόμο «Έλλη Παππά - Μαρτυρίες μιας διαδρομής» επιμελήθηκε ο ιστορικός του Μουσείου Μπενάκη, Τάσος Σακελλαρόπουλος.
(ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΕ Η ΑΓΓΕΛΑ ΔΕΣΠΟΤΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ)
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010
Τι θα ένιωσε άραγε ακούγοντας τις δηλώσεις του Κώστα Τσόκλη η νεαρή πια κοπέλα από την Αμάρυνθο;
Ηταν 16χρονη έφηβη όταν κατήγγειλε ότι βιάστηκε μέσα στο σχολείο από τέσσερις συνομήλικους συμμαθητές της. Οι δικαστές τούς αθώωσαν γιατί δεν πείστηκαν ότι οι πράξεις τελέστηκαν χωρίς τη συναίνεσή της. Προσπάθησαν κι εκείνοι να βρουν ποιος έφταιξε στο βιασμό. Και τον βρήκαν.
Πόσα άλλα κορίτσια γύρω μας βρήκαν το κουράγιο και έφτασαν στις δικαστικές αίθουσες για να «βιαστούν» άλλη μια φορά, ψυχολογικά και ηθικά. «Φοράτε σουτιέν; Φοράτε μίνι φούστες; Πίνετε; Μπαίνετε σε αμάξια αγνώστων; Πόσο συχνά κάνετε έρωτα;» Αυτές είναι οι ερωτήσεις ρουτίνας, που δέχονται τα θύματα βιασμών στα δικαστήρια. Οι θύτες αρκεί να ενοχοποιήσουν το θύμα και ξεμπέρδεψαν. Γιατί για τους άντρες ο βιασμός είναι «ερωτική επίθεση», όπως λέει και ο Κ. Τσόκλης.
Θυμήθηκα και την επιστολή της 22χρονης Λ., που παρέδωσε το 2006 ο πρόεδρος του συλλόγου «Το Χαμόγελο του παιδιού» στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την τρομακτική αύξηση των κακοποιήσεων ανηλίκων στη χώρα. Η Λ. είχε ζήσει τη φρίκη από τον ίδιο της τον πατέρα. Κατάφερε να τον στείλει φυλακή για τα επόμενα 19 χρόνια, έχοντας απέναντί της, και όχι πλάι της, την ίδια της τη μάνα και τα αδέλφια της. Υποστήριζαν ότι είναι «τρελή».
Μας αρέσει να ξεχνάμε. Μας ανακουφίζει. Είμαστε μια κοινωνία που αντιστρέφει τους ρόλους θύτη και θύματος, που προσπαθεί να κρύψει τις πληγές της με τη συγκάλυψη, που αρνείται να μπει στη θέση του άλλου.
Οι παλιές δηλώσεις, όμως, του Κώστα Τσόκλη, που με τόση ευκολία τις επαναλαμβάνει τις τελευταίες ημέρες, αφορούν την ίδια μας τη ζωή. Μέσα ή δίπλα απ' τα σπίτια μας. Δεν είναι μυθοπλασία, δεν είναι μία ερμηνεία ενός καμβά, δεν είναι καν ανοησίες. Μιλάμε για εγκληματικές ενέργειες που καταστρέφουν ανθρώπινες ζωές. Ενίοτε, τις αφαιρούν κιόλας.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΜΠΑΡΚΑ
Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010
Ένας διάλογος ανάμεσα στη Στέλλα και το Γιάννη
Mε αφορμή το παρακάτω βίντεο γεννήθηκε μια μικρή μεταμεσονύκτια κουβέντα ανάμεσα στη Στέλλα Αλισανόγλου και τον σύντροφο και συνεργάτη της Γιάννη. Την ευχαριστώ για την άδεια ανάρτησης και σας καλώ σε έναν γόνιμο κινηματογραφικό διάλογο μαζί τους και μαζί μου. Σχολιάστε παρακαλώ ...
Σ-: Ποιά είναι η γνώμη σου για το βίντεο αυτό;
Γ-: Λυρικό και εντυπωσιακό.
Σ-: Είσαι κατεξοχήν λάτρης του σινεμά (και ειδήμων θα έλεγα εγώ) για το οποίο μόλις πριν λίγο μου είπες επί λέξε ότι "έχει πεθάνει". Τί εννοείς με αυτό και πώς σχετίζεις αυτή την άποψη με αυτό που βλέπουμε σε αυτό το βίντεο;
Γ-: Εννοώ ότι το σινεμά ως μέσο επικοινωνίας και ψυχαγωγίας αλλά και ως μορφή τέχνης έχει αυτοπεριοριστεί πάρα πολύ, δεν εξελίσσεται.
Σ-: Δηλαδή;
Γ-: Δηλαδή βλέπουμε τις ίδιες συνταγές-ιστορίες να κινηματογραφούνται πάντα σχεδόν με τον ίδιο τρόπο.
Σ-: Mπορείς να δώσεις ένα παράδειγμα;
Γ-: Όταν λέμε σινεμά εννοούμε τις ταινίες του Hollywood, τις ευρωπαϊκές ταινίες και μια τρίτη κατηγορία είναι οι ανεξάρτητες και εθνικές κινηματογραφίες (Ιράν, Ινδία κλπ) στις οποίες σαφώς υπάρχει περισσότερο ενιδαφέρον.Όμως αυτό που γίνεται στο διαδίκτυο είναι ότι όλοι αυτοί, οι σε εισαγωγικά ερασιτέχνες αφηγούνται τις δικές τους προσωπικές ιστορίες με καινούργιους, πρωτότυπους τρόπους όσον αφορά την κινηματογραφική αφήγηση και δεν υστερούν σε τίποτα, όσον αφορά το αποτέλεσμα, από τις λεγόμενες επαγγελματικές ταινίες.
Σ-: Πιστέυεις λοιπόν ότι το σινεμά "έχει πεθάνει" λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης;
Γ-: Η τεχνολογική εξέλιξη ανέδειξε κι άλλες φωνές, που πριν δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ακουστούν, να προβληθούν. Δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα να τις φτιάξεις φτηνά αλλά ούτε και το μέσο να τις δει κάποιος, έξω από τα μέσα ενός συγκεκριμένου - περιορισμένου - συστήματος.
Σ-: Kαι μια τελευταία ερώτηση: Πώς βλέπεις να εξελίσσονται τα πράγματα στο μέλλον;
Γ-: O κινηματογράφος εξελίσσεται πλέον στο internet και όχι στη μεγάλη οθόνη και δεν με λυπεί καθόλου. Αυτό που βλέπουμε στο παρακάτω βίντεο με τα skateboards, δεν είναι σινεμά; Δεν μπορέις να το χαρακτηρίσεις ούτε ερασιτεχνικό βίντεο ούτε βίντεοκλιπ, γιατί δεν προβάλλεται κάποιος μουσικός καλλιτέχνης, ούτε διαφήμιση, δεν είναι ούτε σινεμά όπως το ξέρουμε μέχρι σήμερα, είναι απλώς μια εξέλιξη της κινηματογραφικής αφήγησης, όπου δεν είναι απαραίτητο να ψυχαγωγήσει μέσω της πλοκής αλλά να απολαμβάνεις κανείς τους ήχους και τις εικόνες όπως ένας αναγνώστης απολαμβάνει τις λέξεις σε ένα ποίημα. Φυσικά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, υπάρχουν πολλοί που έχουν ασχοληθεί με αυτό το "είδος" (βλέπε Koyaanisqatsi) αλλά θα περίμενε κανείς να υπάρχουν περισσότερες τέτοιες ταινίες, στη δεκαετία του '90 και του μιλένιουμ, εννοείται στις αίθουσες, πράγμα το οποίο δεν γίνεται γιατί δεν καθιστούν εμπορικό είδος. να, λοιπόν όλοι αυτοί που θα θέλανε να φτιάξουν τέτοιες ταινίες βρίσκουν διέξοδο πειραματισμού και προβολής, όπως και επικοινωνία με το κοινό, στο διαδίκτυο. Εκεί, είναι το μέλλον. Αλλά ως ροματνικοί θα θέλαμε να υπάρξει μέλλον και στη μεγάλη οθόνη.
<Ενδεχομένως να ακολουθήσουν κι άλλες τέτοιες κουβέντες (δεν είναι απειλή).>
Τρίτη 31 Αυγούστου 2010
ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟ ... ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΒΙΑΣΜΟΥ ...
«Ποιος είναι αλήθεια ο πιο ζωντανός άνθρωπος; Ο γερο-ηλίθιος που κάθεται στο σπίτι του και δεν έχει κανέναν ερωτισμό μέσα του ή εκείνος ο οποίος ρισκάροντας τη ζωή του και την ελευθερία του επιτίθεται σε ένα πλάσμα σεξουαλικό και θέλει να το φιλήσει, να το αγκαλιάσει, να το σφίξει;», αναρωτιέται ο καλλιτέχνης. «Πώς η ζωή θα γινόταν πιο ενδιαφέρουσα, με εκείνους τους ανέραστους, που δεν συγκινούνται μπροστά στο φαινόμενο, ή με εκείνους που το πάθος ξεχειλίζοντας τους κάνει να επιτεθούν; Και δεν είναι ωραίο πράγμα στο κάτω κάτω, βρε παιδί μου, η επίθεση; Να γευτείς αυτό που η φύση έπλασε προκλητικό, να το χαρείς;»
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΚΛΗΣ / ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΕ ΕΚΠΟΜΠΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΝΕΤ ΤΟΥ 2000 ΠΟΥ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΗΚΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ
Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010
A short film made about poverty
A short film made about poverty (iyms.info/summit/poverty.html) by the delegates of the
5th International Youth Media Summit, Belgrade, August 2010.
a film by:
Ognjen Stojanović
Myrto Makri
Aurelie Hamel
media educator: Damianos Voganatsis
The IYMS (iyms.info/) brings youth, adults together from around the world to explore the seven issues that most impact their future. They plan ways to inspire others in their generation to shape the future through media and action. The Seven Issues: Discrimination. Poverty, Violence, Health, Environment, Democracy, Youth
Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ"
Η σκηνή στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών : Η κάμερα παρατηρεί έναν άραβα μετανάστη ο οποίος προσπαθεί να γράψει τις λέξεις "Ακαδημία Πλάτωνος". Η σκηνή αποτελεί υλικό από το γύρισμα του ντοκιμαντέρ "Ακαδημία Πλάτωνος" (παραγωγής εργαστηρίου ντοκιμαντέρ του Δήμου Αθηναίων). Τα γυρίσματα γίνονται από τους μαθητές του εργαστηρίου με την επίβλεψη των Άγγελου Κοβότσου, Κώστα Μαχαίρα και Γιώργου Πουλίδη. Στο συγκεκριμένιο γύρισμα μετείχαν οι δύο τελευταίοι και το μοντάρει ο πρώτος.
Α : Κοίτα πώς γράφει …
Β : Ανάποδα!
Α : Δεν γράφει ανάποδα. Γράφει με το δικό του τρόπο.
Β : Μμμμ. Ναι αλλά γράφει ελληνικά.
Α : Το νόημα έχει σημασία. Η λέξη είναι σύμβολο.
Β : Ναι αλλά αν δε μάθεις τη λέξη, δε μαθαίνεις τη γλώσσα.
Α : Για να πεις αυτά που ξέρεις …
Β : Ναι είναι πολλά αυτά που ξέρουμε και δεν μπορούμε να πούμε …
Α : Επειδή δεν ξέρουμε τη γλώσσα ;
(Διάλογοι : Άγγελος Κοβότσος)
Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ GRECIA SALENTINA
Αυτό το σκοινί - μαντήλι νοιώθω να με ενώνει για πάντα με όσους και όσες μοιράστηκα αυτή την μοναδική εμπειρία. Όσο οι μέρες περνούν, τόσο οι εικόνες όσων ζήσαμε στριφογυρίζουν σα να χορεύουν. Κι ο φόβος μου είναι γι' αυτές που αποχωρούν από το προσκήνιο για να αποθηκευτούν στο σεντούκι της μνήμης και να καλυφθούν από κάθε λογής ενθυμήματα σαν κι αυτά που όλοι βάζουν στις αποθήκες.
Ο φόβος μου θα με παρακινήσει να τελειώσω αυτή την ταινία. Ο φόβος να μην ξεχάσω και να μην ξεχαστώ.
Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010
The Land of Remorse: a study of Southern Italian Tarantism By Stephen Bennetts
Tarantula, tarantella, tarantism, Taranto: this classic anthropological study describes a possession cult and dance practised until recently by peasants in the Taranto region of Southern Italian who believed they were possessed by the taranta, or tarantula spider.
[Here, for once, is a new book about Italy in English which transcends the familiar Anglophone cliches of the Tuscan villa (Under the Tuscan Sun or Bertolucci’s excruciating Stealing Beauty), Florence (Room with a View), and Dolce Vita Rome (Australian writer Penelope Green’s recent When in Rome).] The setting for La Terra del Rimorso (The Land Of Remorse) is [the less fashionable area of] Southern Puglia, in what was once the Kingdom of Naples and where until recently, victims of tarantism would suffer annually recurring psychotic symptoms between June and August after the summer harvest season. These attacks were believed to be caused by the bite of the tarantula, and different tarante were thought to have different natures which produced different effects on their victims: some were violent and aggressive, others lascivious, others tearful, and others sleepy. Victims of the spider (the tarantati) were cured through
a form of music and dance therapy provided by a group of tarantella musicians hired to perform in the victims’ homes. The musicians would first carry out a musical diagnosis of the precise nature of the spider which had possessed its victim, before playing the particular style of tarantella most suited to purging the venom of that particular spider through dance.
The cult appears to have originated near Taranto some time after the 1100s, but later spread throughout the Kingdom of Naples and even parts of Spain. In a magisterial survey of the historical evidence, De Martino explores the historical continuities between tarantism and the Classical Greek ecstatic cults of Dionysus, the stronghold of which was in this Greek-speaking area of southern Italy, still known to this day as Magna Grecia. Tarantism began its slow and inevitable decline after the sixteenth century Council of Trent, when the Catholic Counter Reformation went on an offensive against popular beliefs seen to deviate from orthodox Christian teaching. In the mid-eighteenth century, the Church was successful in partly Christianising the cult by establishing a Chapel of St Paul in the town of Galatina, with the saint now becoming a major focus of annual cult activity on his feast day of June 29. In an attempt to refocus and disarticulate the cult, the tarantella music and dance therapy was banned from the chapel. The spread of rationalist Enlightenment doctrines from Naples beginning in the late seventeenth century further hastened the decline of tarantism throughout Southern Italy. First published in 1961, The Land of Remorse is a classic of anthropological detective work. Was this bizarre phenomenon really caused by the bite of the tarantula, or was it instead a mere ‘superstitious
relic’, or a localised form of psychosis prevalent among illiterate Southern Italian peasants? Almost sixty years ago, in 1959, a group of scholars arrived in the small town of Galatina to unravel the riddle. They comprised a historian of religion (De Martino), neuropsychiatrist, toxicologist, psychologist, anthropologist, ethnomusicologist, social worker and photographer.
It soon became clear that the research team was documenting the last vestiges of the cult, which by now had retreated to an isolated pocket of peasant society in Salento, the stiletto heel of Southern Italy.
Tarantism still persisted in its classical form in the music and dance therapy sessions conducted in the home, whilst the partly Christianised form of the cult, amputated of its musical and dance component, continued in the grotesque and histrionic displays at the Chapel of St Paul, as possessed tarantati arrived for the feast day of Saint Paul to ask the saint for healing.
In De Martino’s analysis, the mythology of the taranta and the catharsis of the possession state provide a framework in which personal psychological tensions common throughout Southern Italian peasant society could be publicly dramatised. Private sufferings caused by unhappy love, bereavement, sexual frustration, or subaltern social status were transfigured into annually recurring possession states which were culturally determined, rather than being the result of a real spider bite. The ritualised healing through dance and music provided victims with psychological closure and reintegration back into the community, at least until the summer of the following year.
[According to one Salentine authority, the last episode of tarantism involving actual possession took place in 1993, but the last living practitioner died in 2000. Yet ‘tarantism’ has recently taken on another curious form. The current Southern Italian folk revival and associated pizzica dance craze incorporate a grab bag of different impulses: re-emergent Southern regionalism, the reevaluation of a peasant past which is now distant enough for young Southern Italians to romanticise rather than feel ashamed of, and a rejection by the Italian anti-globalisation movement of the television-fixated ‘cultural homogenisation’ of Berlusconian Italy. De Martino’s book has now achieved cult status beyond the academy; go to many folk concerts in Southern Italy today and you will find it on sale alongside tambourines, castanets and other accoutrements of the recently exhumed Southern Italian past. In a process which has been aptly described as ‘proletarian exoticisation’, De Martino’s plain female peasant tarantate have given way in
contemporary reworkings of the theme to video clips featuring dissociated but picturesque young beauties writhing to the latest tarantella folk hit. Within the current Salentine folk revival, De Martino functions as a kind of symbolic fetish, validating an isolated area of Southern Italy which almost nobody had heard of until the ‘rediscovery’ of tarantism and tarantella ten years ago suddenly put Salento on the map. ] De Martino’s intellectual pedigree was unusual. His interest in Southern Italian peasant culture grew out of his political engagement with the Italian Socialist Party and later the Communist Party, which led him to party activism among southern Italian peasants from the 1940s on. For anthropologist and de Martino collaborator Clara Gallini, he was characteristic of that familiar type of post-war Italian life; the politically engaged left wing intellectual ‘equally committed to research and to the attempt to link research to political praxis’.1 De Martino’s earlier work however, was heavily marked by the idealism of Neapolitan
philosopher Benedetto Croce, a figure so dominant within early twentieth century Italian intellectual life that his influence is even perceptible in a Marxist like Antonio Gramsci, whose characteristic preoccupation with ideology has a distinctively Crocean flavour. The gradual publication after 1948 of Gramsci’s Prison Notebooks had a huge impact on Italian left wing intellectuals,2 and in De Martino’s case provided a stimulus for the anthropological investigation of the culture and ideology of the Southern Italian ‘subaltern classes’, particularly as embodied in peasant folklore. But De Martino also drew inspiration from other more cosmopolitan currents from outside Italy, including psychoanalysis and the existentialism of Heidegger and Sartre. American anthropologist George Saunders has commented that in The Land of Remorse, de Martino seemed to be attempting something very akin to what Foucault did a few years later with Madness and Civilisation (1973): an analysis of the discourse about tarantism aimed at exposing relations of power, the tensions of cultural change and the redefinition of the Other through the control of culture by the elite. This study will be of interest to scholars across a wide range of disciplines, including historical and psychological anthropology, psychiatry, ethnomusicology, the history and anthropology of religion, shamanism and ethnographic methodology.
Although De Martino is today widely celebrated as the father of Italian anthropology, and his 1961 study of tarantism is certainly the most influential work ever written by an Italian anthropologist, the book has been unavailable to non-Italian readers until now, apart from a 1966 French edition. His American translator, Dorothy Zinn, is an anthropologist at the University of Basilicata in the heart of Lucania, the focus for so much of De Martino’s research. Any non-Italian who has ever struggled through the at times dense original text will appreciate the difficulties of bringing this book to an English-speaking audience. Zinn’s judicious notes contextualise a wealth of references which will be obscure to most non-Italian readers, while Vincent Crapanzano’s brilliant opening essay provides a fitting induction for this important anthropological thinker into the wider context of world anthropology.
Τρίτη 22 Ιουνίου 2010
Η ΕΠΟΧΗ ΑΥΤΗ ΖΗΤΑΕΙ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ / Ένα κείμενο της ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΤΑΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗ
Η αίσθηση της κρίσης όμως, είναι εγγεγραμμένη σε όλους μας ως ατομική εμπειρία – κρίση βρεφική, εφηβείας, αρρώστιας, πένθους, γηρατειών. Ως επώδυνη στροφή με αβέβαιο τέλος και αναγκαστικές ανακατατάξεις.
Σήμερα, η κρίση είναι μια συνολική εμπειρία. Σπάει προς τα έξω αυτό που τόσο καιρό εκκολαπτόταν αργά, σε περιόδους άπνοιας και αφασίας, που κατάπιναν σκέψεις και ερωτήματα, ή τα έσπρωχναν στην άκρη, παριστάνοντας ότι είναι αόρατα.
Η κρίση, είτε ως ατομική είτε ως συλλογική εμπειρία, εκτός από δύσκολη εποχή, είναι και μια μεγάλη ευκαιρία. Γιατί διαλύει τα στερεότυπα, θέτει εν θερμώ ζητήματα που μια ολόκληρη κοινωνία αρνείτο να δει, όταν χλεύαζε κάθε ανατρεπτική σκέψη και τέχνη.
Αλλά με το να διαλύει τα στερεότυπα, η κρίση πραγματώνει έναν από τους βασικούς στόχους κάθε αυθεντικής τέχνης. Η κρίση είναι ένα μεγάλο εν εξελίξει έργο, είναι ένα work in progress, που απαλλάσσει τον κόσμο από τις αυταπάτες του.
Αυτές οι αυταπάτες ύφαιναν τα κουκούλια που έθρεφαν τις απάτες.
Έτσι, κάθε κρίση περιέχει μέσα της μιαν αρχή θεραπείας. Κάθε ένας μας μπορεί να μετατρέψει το αίσθημα της βαθιάς δυσφορίας και τον ευεργετικό θυμό του σε δύναμη δημιουργικού, και όχι αυτοκαταστροφικού, μετασχηματισμού.Επικαλούμενος τη μυστική δυνατότητα όλων μας. Την εν δυνάμει καλλιτεχνική μας ιδιότητα. Βρίσκοντας την προσωπική μας φωνή. Γιατί αυτό που λέγεται προσωπική φωνή ενσωματώνει ταυτόχρονα ατομική προοπτική και συλλογική εμπειρία, φέροντας μέσα στον πυρήνα της την ετερότητα.
«Ας χειριστούμε τους περιορισμούς ως εφαλτήριο, μετατρέποντας τα μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα. Με πάθος και εσωτερική πειθαρχία», όπως λέω φωναχτά στους νέους κινηματογραφιστές και επαναλαμβάνω σιωπηλά από μέσα μου.
Η εποχή αυτή ζητάει από όλους μας να γίνουμε καλλιτέχνες.
Γιατί τίποτα δεν είναι αυτονόητο, αλλά και τίποτα δεν είναι τελειωμένο.
Αντουανέττα Αγγελίδη, Σκηνοθέτης
Αθήνα 17 Ιουνίου 2010
Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Υπάρχει και μια άλλη κρίση / Ένα κείμενο της Ρέας Βαλντέν
Η ικανότητα του κρίνειν, η κριτική ικανότητα.
Και χωρίς αυτή, δεν υπάρχει δημοκρατία.
Ο πολιτισμός ως κρίση.
Χρειαζόμαστε τον πολιτισμό ως γνώση,
Αλλά και ως τόλμη.
«Τόλμα να γνωρίζεις».
Τόλμα να μάθεις.
Τόλμα να κρίνεις.
Δεν υπάρχει τίποτα ιερό, εκτός από τους ανθρώπους.
Τίποτα πιο ιερό απ’τους ανθρώπους.
Θέσε το ερώτημα.
Ψάξε το ερώτημα.
Η τέχνη – ως το πιο ακραίο ερώτημα.
Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο παρελθόν. Είναι παρόν και μέλλον.
Αλλά και ο πλούτος του παρελθόντος μπορεί να είναι μάθημα τόλμης.
Για το σήμερα. Για το αύριο.
Η γνώση του παρελθόντος μας θυμίζει ότι το παρόν δεν υπήρχε από πάντα και ότι όσοι διακηρύσσουν το μονόδρομο είναι τυφλοί.
Η γνώση του παρελθόντος μας θυμίζει ότι πολλές φορές πραγματοποιήθηκε το αδύνατο.
Συχνά, ο μεγαλύτερος σεβασμός είναι η ρήξη.
Ο πολιτισμός είναι πηγή, είναι προστασία, είναι το σπίτι μας.
Ο πολιτισμός είναι πράξη, είναι κρίση, είναι το αύριο.
Αλλά πολιτισμός είναι και τα όπλα μαζικής καταστροφής, η εκμετάλλευση, η φρίκη.
Το ερώτημα είναι τι διαλέγω. Διαλέγω - κρίνω.
Ο πολιτισμός μας ανήκει – στον καθένα από εμάς και στην ανθρωπότητα.
Ο πολιτισμός δεν ανήκει σε κανέναν.
Ο πολιτισμός είναι εργαλείο – και όπλο.
Και ο κινηματογράφος;
Ο κινηματογράφος είναι γλώσσα.
Ως τέτοια, σου επιτρέπει να αποκρυπτογραφήσεις τις ειδήσεις ή μια διαφήμιση, να πεις ένα ποίημα ή ένα τραγούδι.
Αλλά και να πληγώσεις, να αποκρύψεις, να διαστρέψεις. Τι διαλέγεις;
Ο κινηματογράφος είναι τέχνη.
Σου ανοίγει τα μάτια, σου επιτρέπει να δεις το κόσμο διαφορετικά, σαν να ήταν καινούριος.
Ο κινηματογράφος είναι πολιτισμός.
Μπορεί να σε αποκοιμίζει ή να σε ξυπνάει, να σε υποδουλώνει ή να σε ελευθερώνει, να λέει ψέματα ή αλήθειες, αλήθειες που λεν ψέματα και ψέματα που λεν αλήθειες, με διάφορους τρόπους.
Μπορεί να δώσει ελπίδα.
Απέναντι στην πολιτισμική κρίση, απέναντι στις πολιτικές και οικονομικές κρίσεις, εγγενείς ή μη του καπιταλιστικού συστήματος,
Απέναντι στην κρίση που μας ροκανίζει το παρόν και μας κατασπαράζει το μέλλον,
Απέναντι στο μούδιασμα της ψυχής και σ’αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που ανεβαίνει,
Απέναντι σε όσους προδιαγράφουν το αναπόφευκτο τέλος,
Απέναντι σε όσους απαξίωσαν, νάρκωσαν και έθαψαν την ικανότητά μας να βλέπουμε, να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε,
Η απάντηση είναι η κρίση.
Να τα θέσουμε όλα υπό κρίση.
Γιατί υπάρχει αυτή η άλλη κρίση.
Η κριτική μας ικανότητα.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομαχτικό και πιο ελπιδοφόρο.
Ρέα Βαλντέν, Κινηματογραφίστρια
Αθήνα 17 Ιουνίου 2010
Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ 1956-1993 Ένα κείμενο του ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
...Μπεκιάρηδες οἱ πιό πολλοί, χωρίς δουλειά καί τακτικά λεφτά, χωρίς σπίτι – πάνω ἀπ’ ὅλα – ὅπου βράζει κατσαρόλα καθημερινά καί ἔχεις τήν ἄνεση νά καλέσεις δυό φίλους τό βράδυ, χωρίς παιδιά καί μόνιμη γυναίκα, εἶναι ἑπόμενο ἐπί χρόνια νά συναντιόμαστε σέ ταβέρνες, καφενεῖα, μπάρ καί νυχτερινά κέντρα. Αὐτή ἡ ἀνοικοκύρευτη ζωή, πρώτη ὕλη γιά μυθιστόρημα τῆς πεντάρας, τραγούδι μέ ἐνοχλητικές ρίμες ἤ ἕνα δικαιολογημένο ἀϊ σιχτίρ, ἀξίζει τέλος πάντων ὅτι ἀξίζει. Ἄσχετο μέ τό τί μολογάει τό ἀστυνομικό δελτίο καί ἡ ἱστορία τῆς μελαγχολίας, ἡ μαγκουφιά καί τό ἐκ πεποιθήσεως ἐργενιλίκι ἔχουν τροφοδοτήσει τά ἐρωτικά καί τά καλλιτεχνικά χρονικά μέ σπάνια δῶρα.
Ἡ βοημική παράδοση, πού πάντα φέρνει στό νοῦ κάποιο μποντλερικό γνώρισμα, μοιράζοντας τίς τύχες της ἀνάμεσα στήν σπαταλημένη ἐλευθερία καί στήν κάθε λογῆς ἀνέχεια, πλάθει ἄτομα μέ ἀσαφῆ ταυτότητα. Ψυχές πού δέν κατάφεραν ἀκόμη νά μοιάσουν μέ τόν ἑαυτό τους. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μέ τό βεβαιωμένο κοινωνικό κύρος ἔχει καταθέσει ὁριστικά τά διαπιστευτήριά του – ἐπάγγελμα, περιουσία, οἰκογένεια κ.τ.λ. – ὁ ἄλλος ἐμφανίζεται σάν ἀβόλευτη μονάδα, πού χρονοτριβεῖ μέσα σέ μία αἰνιγματική σιωπή. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπό στιγμή σέ στιγμή, αὐτός πού ζεῖ σάν μία μακριά σειρά ἀπό ἰδιωτικά ἀνδραγαθήματα, ἤτοι ἀποσιωπητικά πού αἴφνης – καί ὅλοι προσμένουμε αὐτό τό αἴφνης – θά μεστώσουν σέ μία σημαδιακή ρήση. Θέλω νά πῶ ὅτι ὑπάρχει μία κατηγορία ἀνθρώπων πού τά περιμένουν ὅλα ἀπό τά μέσα: ἀπό τήν ἔμπνευση, τήν μεγαλοφυία τῶν αἰσθημάτων ἤ τήν ἀνερμήνευτη δημιουργικότητα πού ἀλλάζει τήν τάξη γύρω της καί ἐπιβάλλει χαιρέκακα πρόστιμα στούς δύσπιστους.
Παρά τήν ὅποια νεοελληνική παράδοση πού συνδυάζει ἁρμονικά τήν ἀνώτερη ὑπαλληλία μέ τήν ἀνώτερη ἀπόδοση στά γράμματα, ἰσχύει – ἀκόμα εὐτυχῶς – ἡ παλιά καλή ἱστορία: τά κείμενα ἔρχονται ἀπ’ ἐκεῖ πού δέν τά περιμένουμε. Ὄχι ἀπό τό πανεπιστήμιο, ὄχι ἀπό τά τζάκια πού φοδράρουν τά σαλόνια μέ βαρύτιμες βιβλιοθῆκες, ὄχι ἀπό τίς σπουδασμένες πουλάδες, ἀλλά ἀπό ἄσημα ἄτομα, «ψυχοῦλες » πού τά βρῆκαν σκοῦρα καί πῆραν τήν ζωή στά σοβαρά. Εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ δεινότητα στήν ἔκφραση πού δείχνει μία καρδιά μέ ἐπείγουσες ἀνάγκες ὅταν στρώνεται στήν δουλειά καί ἀποφασίζει νά τά μάθει ὅλα μόνη της.
Ὄντως, δέν εἶναι ἀσυνήθιστη ἡ περίπτωση ἀνθρώπων πού, λές καί κάποια σπάνια δέσμη φωτός ἤ σκότους τρύπωσε στήν καρδιά τους, περνοῦν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στό εἶναι. Πρέπει κανείς νά πιστεύει στόν ἰδιωτικό του μάγο, στίς θαυματουργές ἱκανότητες τῆς ἀόρατης ράβδου πού τόν κουλαντρίζει. Κατά μία ἔννοια ὅλοι ψάχνουμε τό χέρι πού θά μᾶς σπρώξει στά ταραγμένα ὕδατα τῆς Βηθεσδᾶ. Ἀλλιῶς τί νόημα ἔχει ἡ ἄγονη προσμονή, τό χασομέρι καί τό χασονύχτι, πού μαγαρίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους; Δέν εἶναι ἡ κοινότοπη σκέψη ὅτι ὁ διψασμένος ὀνειρεύεται ποτάμια, ἀλλά, μᾶλλον, ἡ βάσιμη ἰδέα ὅτι ὁ θησαυρός τῆς καρδιᾶς ἐνδέχεται καμιά φορά νά σέ ὁδηγήσει σέ πλήρη ἐξαθλίωση. Γιά νά δεῖς τήν νύχτα δέν ἀρκεῖ νά κλείσεις τά μάτια.
Ὅσο ἀγαθές, ὅμως, κι ἄν εἶναι οἱ εὐκαιρίες πού προσφέρει ἐνίοτε αὐτή ἡ ζωή, εἶναι ξεκάθαρο, ἀπό τήν ἄλλη, ὅτι σοῦ στερεῖ ὁρισμένα πολύ τρυφερά πράγματα: σπιτικό ὅπου ὁ ἀέρας δέν τσικνίζεται καί δέν τό ἔχει ἁγιάσει τό ἀναφιλητό κάποιου παιδιοῦ, δέν εἶναι σπίτι παρά ξενοδοχεῖο. Γιά ὅλους ἐμᾶς, πού ζοῦμε σάν συνταξιοῦχοι φοιτητές, γερασμένα ἀπροσάρμοστα ἤ παρατηρητές τῆς ἀλητείας – ὁ Καροῦζος, εἶναι γνωστό τοῖς πάσι, ἔβγαλε ἔτσι ὁλόκληρη ζωή - οἱ σχέσεις μέ τήν στέγη κρύβουν, σύν ὅλα τά ἄλλα, ἀπέραντη θλίψη. Κλειδί μπαίνει, κλειδί βγαίνει μόνο γιά ἀνάπαυση, γράψιμο καί τηλεφωνήματα. Κάνεις μία περασιά ἀπό τό σπίτι γιά ν’ ἀλλάξεις πουκάμισο, νά κολακεύσεις μία γυναίκα ἤ γιά νά ξυριστεῖς. Τά λοιπά τελοῦνται ἐκτός οἰκίας. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ πολλά γιά τόν ἀνόρεχτο καταμερισμό τῶν ὡρῶν, γιά τό ἀνεξέλεγκτο χέρι πού μᾶς κρατάει μέσα στούς τέσσερις τοίχους, γιά νά μᾶς σπρώξει κατόπιν στούς δρόμους, σάμπως νά ἐξαντλήθηκε κάτι βαθύτερο ἀπό τήν ὑπομονή του.
Ὅποιος πάει στό σπίτι τοῦ μπεκιάρη ἔχει πολλές ἀφορμές γιά νά μακρύνουν τά γένια του. Σέ σπάνιες περιπτώσεις βρίσκει παπούτσια στό ψυγεῖο, ἀποτσίγαρα ἀπό τό περσινό Πάσχα, πιάτα μέ φαγητά μουχλιασμένα. Συνήθως, βέβαια, ἡ εἰκόνα εἶναι πιό ἀνεκτή. Πέρα ἀπό τήν σκόνη καί τήν μπόχα τῆς τσιγαρίλας, τό σπίτι τοῦ ἐργένη εἶναι ἕνα ἐνδιαίτημα ὅπου θεᾶται ἀπόν τό γυναικεῖο χέρι. Ἄπλυτα στοιβαγμένα στή γωνιά, στρωσίδια λιγδιασμένα, τραπέζια μέ ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις ἀπό κοῦπες, μποτίλιες καί φλιτζάνια. Μπορεῖ νά φαίνεται ζητημένη ἡ σύγκριση, ἀλλά ὁ μοναχικός διατηρεῖ στήν κάμαρή του κάτι ἀπό τήν ἀφελῆ ἀταξία τοῦ παιδικοῦ δωματίου. Ὅπου κείτονταν τά παιχνίδια καί τά βιβλία μέ εἰκόνες, τώρα βρίσκονται σπαρμένα τά τζάντζαλα τοῦ ἐνήλικα. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ ἴδια, ἁπλῶς ἔχει φορτωθεῖ μέ ἡλικία.
Ἄλλωστε στήν ἡλικία βρίσκεται τό ψαχνό. Φίλος μᾶλλον μέ τόν χῶρο παρά μέ τόν χρόνο, ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νά πιστεύει ὅτι ὅλα γύρω του εἶναι προικισμένα μέ μία ἀκατάλυτη μονιμότητα. Ἀφοῦ στόν χῶρο τίποτα δέν ἀπουσιάζει, καθώς δρόμοι, σπίτια, κατευθύνσεις ἐπιμένουν καθημερινά, ἐγκολπώνεται κι αὐτός τήν αὐταπάτη τῆς μονιμότητας. Γιά τά κακοαναθρεμμένα μάτια μας, ὅτι ὥρα κι ἄν ξεπορτίσεις ἡ πόρτα παραμένει ὀρθάνοιχτη. Ὅποτε κι ἄν σοῦ καπνίσει νά πάρεις τό τρένο, ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει στρωμένο χαλί πού φτάνει μέχρι τήν Κατερίνη. Ὁ χῶρος ξεδιπλώνεται σάν τεράστια μαγική εἰκόνα πού δέν χάνει ἀπό πουθενά. Ἐντούτοις, τό μέγα μυστικό της εἶναι ἡ χασούρα. Φαινομενικά ἄτρωτος ἐλέῳ ἀγαθῆς τύχης, κάθε χαροκόπος καί χασομέρης τρώει πολύ γρήγορα τά ψωμιά του. Αὐτή ἡ αἰωνιότητα μίας χρήσης, πού εἶναι ἡ κάθε μέρα – μολονότι δέν παραλείπει νά ἐπανέρχεται, πάλι καί πάλι, ξανά μανά – εἶναι μέ νοίκι, ὁρίζει αὐστηρές προθεσμίες καί δέν ἀναγνωρίζει κανένα ἐνοικιοστάσιο.
Ἡ χρόνια συναναστροφή μέ τήν ἐπιθυμία καί τήν ἀπόλαυση ἐν τέλει ἀποδεικνύεται τέστ ἀντοχῆς στό δηλητήριο τοῦ χρόνου. Ὅλα στήν ζωή εἶναι ἰσχυρά σάν δηλητήρια: ἡ ἀγάπη, τό μίσος, ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἀρρώστια, ἡ ἄστεγη καρδιά. Ἀκόμα κι ἄν δέν σέ θερίζει σάν τό στάχυ, ὁ καιρός ἔχει τρόπο νά σέ διαβρώσει ἀπό μέσα, νά σέ κάνει νά εἶσαι ὁλοένα καί βαθύτερα ὁ ἐαυτός σου, μέχρι τήν στιγμή πού θά σέ στήσει ἀσάλευτον πάνω ἤ κάτω ἀπό τό μάρμαρο. Στούς ἴδιους δρόμους, στά ἴδια στέκια, μέσα σέ μία εἰκοσαετία ἕνας ἄνθρωπος σκορπίζει γύρω του ἐρωτηματικά: Τί τόν βρῆκε; Πῶς κατάντησε ἔτσι; Ἀφοῦ ὅλοι ζοῦν καί κανείς δέν ξέρει νά γεράσει, τά ἴδια καί χειρότερα ἀναρωτιέται κι αὐτός: Τί μ’ ἔφερε σ’ αὐτή τήν κατάσταση;
Εὐνοούμενος ὅσο καί θύμα τοῦ χρόνου, ὁ καθένας μας ἀναγκάζεται μέ τά χρόνια νά παραδεχτεῖ ὅτι τό μυστικό τῆς ζωῆς δέν βρίσκεται στήν μετατόπιση ἀλλά στήν διαδοχή. Μέ κάθε νέα φέτα πού προστίθεται στό μέγα ἀκορντεόν τῶν παρωχημένων ἡμερῶν ἡ μουσική βελτιώνεται, ἀλλά πάντα πρός τό λυπηρότερο. Εἶναι πλέον κατάδηλο ὅτι ὁ ἀντικατοπτρισμός τῆς λίμνης μέ τά φραγμένα ὕδατα ἔκρυβε τό τέχνασμα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ, καί μόνο ὄψιμα ξεδιαλύνουμε τήν ἀλήθεια: ὅτι ὁ χῶρος εἶναι ὁ ἐκμαυλιστής καί ρουφιάνος τοῦ χρόνου. Γενέθλια γῆ τοῦ καθενός, πατρίδα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου τόν «ξεγέλασαν» - γιά νά ζήσει.
Ὁ χρόνος, ὅπως ξέρουμε, δέν εἶναι ὁ ἴδιος σέ ὅλες της ἡλικίες. Ὡς τά δεκαπέντε, ὁ ἡμεροδείχτης δέν δείχνει διάθεση νά γίνει φυλλοβόλος. Τά ρολόγια γυρνοῦν ἀπελπιστικά ἀργά καί μία μέρα εἶναι ἐποχή πού σέ ἀλλάζει. Τά ἴδια ρολόγια δέν μετροῦν τόν χρόνο ὡς τά τριάντα; Κι’ ὅμως, αὐτός ὁ δεύτερος χρόνος, ὁ καλύτερος τῆς ζωῆς, εἶναι γεμάτος καυτές ἀνάσες στό αὐτί τοῦ νέου, δέν γνωρίζει οἰκονομία καί ὅρια. Τό μέλλον δέν εἶναι τέρμα, ἀλλά ἐπαγγελία. Χρειάζεται μεγάλη ὑπομονή γιά νά βρεθεῖ κανείς στό ἁλμυρό νερό τῆς ἄλλης δεκαετίας, ὅπου ὁ χρόνος – σάν σπιοῦνος πού ξεμασκαρεύτηκε – ἀνακυκλώνεται, ἀλλά χωρίς πειθώ πλέον. Τό πρωί εἶναι πάντα πρωί καί τό βράδυ βράδυ, μόνο πού ἡ ζωή – πρώην καλλονή – δέν γεννάει πιά τρελά σκιρτήματα. Δέν ἔχει σημασία πόσο κρατάει τό παιχνίδι, ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἀπαρχῆς κάποιος τρελός ἔφερνε ἐπιδεικτικά τόν δείχτη τοῦ χεριοῦ στό μηνίγγι. Στό μεταξύ, ἔστω καί ἄχρηστες, ὅλες οἱ ἐλευθερίες εἶναι δυνατές.
Ὁ ἄνθρωπος πού μπαίνει σέ ἕνα μπάρ καί πιάνει ψηλό σκαμνί, ἀδιάφορο ἄν ἐκείνη τήν στιγμή ψηφίζει καί μέ τά δυό του χέρια τό ἐφήμερο, δέν ἀποφασίζει τίποτα γιά τό μέλλον του. Ἡ πράξη του δέν ἰσοδυναμεῖ μέ ἐπίδειξη ταυτότητας οὔτε μέ «προσωρινή σβέση φανοῦ». Ἀντί νά ὑπόσχεται πίστη σέ κάτι, ἄρα τήν ἐπανάληψη, εἶναι μᾶλλον μία ἀνήσυχη δύναμη πού ἐλλοχεύει καί ψυχανεμίζεται τόν τυχερό της λαχνό. Ἡ χρονοτριβή, τό ξέρουν καί οἱ γάτες, προσδοκᾶ χωρίς νά τό ὁμολογεῖ τήν τύχη της. Ἀλλά ὁ χρόνος, προσωρινός φίλος καί αἰώνιος ἐχθρός, δέν κάνει πίστωση σέ κανέναν. Ἀργά ἤ γρήγορα, καί συνήθως ἀργά, μέ τή ζεματισμένη αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου πού συνειδητοποιεῖ ὅτι λούζεται τίς κατάρες του, διαπιστώνουμε ὅτι – φτηνές ἤ ἀκριβές – οἱ ἀγάπες μέ τό ἐφήμερο καταλήγουν, τελικά σέ προσωπικά δράματα.
Ἡ ἀπορία σέρνεται σάν μάγισσα καί σάν ζητιάνα: Πότε πρόλαβαν καί πέταξαν τά πετεινά χωρίς νά μείνει οὔτε φτερό γιά δεῖγμα; Ἡ σοφή δολιότητα τοῦ προσωρινοῦ εἶναι ὅτι ὁ χρόνος ἀθροίζεται ἀθόρυβα κάτω ἀπό τήν μύτη μας. Ὅταν ἐπί χρόνια ξηλώνεις τήν μέρα καί τήν νύχτα σέ κάποια στέκια, τελικά ἀναγκάζεσαι νά παραδεχτεῖς ὅτι εἶσαι ὁ παλαιός μέ τήν ἐνδόξως ἤ ἀδόξως ξηλωμένη εἰκοσαετία.
Ἐν εἴδει ταυτότητας λόγω εὐδοκίμου προϋπηρεσίας, οἱ τιμητικές διακρίσεις ἀπονέμονται ἀφειδῶς ἀπό τούς αὐτοσχέδιους νυχτέπαρχους: αὐτός – πού – μπαινοβγαίνει – στά – μπάρ, αὐτός – πού – γίνεται – τύφλα, αὐτός – πού – δέν – μπορεῖ – νά – γυρίσει – σπίτι – του, αὐτός – πού – δέν – ἔχει – μία, αὐτός – πού – πρός Θεοῦ – μήν – κάτσεις – μαζί – του, αὐτός – πού – ἄν – δέν – γαμήσει – ἀρρωσταίνει, αὐτός – πού – ψάχνει – γιά – ἐχθρούς , καί πάει λέγοντας. Αὐτό τόν ἄνθρωπο βλέπουν, αὐτόν ξέρουν.
Τά σ’ ἀγαπῶ – σέ μισῶ μέ τήν νύχτα καί τούς δημόσιους χώρους τῆς Ἀθήνας, παρότι δείχνουν νά εἶναι κινήσεις σέ ἕναν τεράστιο θάλαμο ἀναμονῆς, ἕνα συλλογικό διαμέρισμα γιά δύστροπες ψυχές πού χρήζουν βοηθείας καί συμπαραστάσεως, οὐσιαστικά ἀντιπροσωπεύουν μία πλήρη συνενοχή μέ τό φροῦδο νόημα τῶν ἡμερῶν. Μερικοί νέοι, διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν διάβολο, καταθέτουν στό τραπέζι τίς ἀμηχανίες τους καί ἐπί χρόνια – ὥσπου νά φυτρώσουν οἱ ἀληθινοί φρονιμίτες – συγκροτοῦν μία μπάντα πού παίζει ἀνελλιπῶς μέσα στήν πόλη τήν τυφλόμυγα. Ἀγάπες, μίση, ἀφοσιώσεις, τσακωμοί; Τηλεφωνικά σύρματα, πού ἀνάβουν, ὁράματα καί παρεξηγήσεις διαρκείας, ἀναχωρήσεις καί ἐπάνοδοι; Ὅλα αὐτά εἶναι γνωστά. Ὅσο προσωρινή κι ἄν δείχνει ἡ αἴσθηση πού τυλίγει τό ἀνέβα κατέβα σέ σκάλες καί ἀνελκυστῆρες, αὐτό τό ἔμπα ἔβγα σέ ξενυχτάδικα καί κωλάδικα, ἀφοῦ κανείς δέν τήν θεωρεῖ ὁριστική, ὅταν κάποια μέρα κάνεις ταμεῖο γιά τίς δεκαετίες πού σούρθηκαν ἀνεπιστρεπτί, ἀνακαλύπτεις ἐμβρόντητος – καί, πιθανῶς, μέ κάποια ἀδίδακτη ντροπή – ὅτι ἐπί χρόνια ἔτρωγες σέ πιάτο ὅπου τήν προηγούμενη νύχτα ξένα πιρούνια χτύπαγαν στόν πάτο του, ὅτι ἔπινες σέ ποτήρια ὅπου ἔχουν ξεδιψάσει ἀμέτρητα χείλη.
Ἐφόσον ἡ οἰκειότητα γεννᾶ τήν περιφρόνηση, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐφήμερου ἀλληλοπεριφρονοῦνται βαθύτατα. Γιά ὅλα φταίει ὁ «ἄλλος», μόνο καί μόνο ἐπειδή σοῦ μοιάζει. Φυσικά, ὁ φίλος εἶναι πάντα σάν τόν ποῦτσο: ἄν τόν χαϊδεύεις θά σηκωθεῖ νά σέ γαμήσει, ἄν τόν κρατᾶς σέ ἀπόσταση εἶναι σκέτο «τυρί». Ὡστόσο οἱ κύκλοι τῶν γραμμάτων ἔχουν τήν δική τους χαρισματική λέπρα. Σέ κάθε πυραμίδα, ὅπως γράφει ὁ Μπαλζάκ, ὑπάρχει μία κορυφή ὅπου μπορεῖ νά σταθεῖ μόνο ἕνα πουλάκι – ἄρα τί ἄλλο μπορεῖ νά σκέφτεται κάθε λογοτεχνικό πουλί πού ἐρανίζεται σπόρια μέσα στήν πόλη; Οἱ ἀδύναμοι δέν συγχωροῦν ποτέ. Και πὡς νά συγχωρήσουν οἱ γραφιάδες, ἀδύναμοι ἐξ’ ὁρισμοῦ καί ἐξ΄ ἐπαγγέλματος; Ὅλα τά λύνει ἡ κορυφή – τίποτε ἄλλο δέν μετράει.
Ἀπό τήν ἄλλη, πρέπει νά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά γράφει καί νά μένει μακριά ἀπό τούς δημόσιους χώρους. Ἡ ἀγοραφοβία ἀνήκει στούς ἐπιστήμονες. Ἄν δέν ξέρεις πού τρώει ὁ κοσμάκης, πού γλεντάει, πού τραγουδάει, πού σκοτώνει τήν ὥρα του καί τόν συνάνθρωπό του, τί συγγραφέας εἶσαι; Ἄν δέν μαγαριστεῖς στήν ἀγορά, πῶς θά ἀγορεύσεις; Μέ ὅλους τούς κινδύνους καί τή χασούρα – μεγάλη χασούρα, ὄντως – ἡ νύχτα ἔχει ἀναδειχθεῖ σέ ἰδεῶδες φροντιστήριο τῶν ἀρχάριων ψυχῶν. Σέ ἀντίθεση μέ τό ὀλημέριον τῆς πολυκατοικίας, ὅπου ἡ μέσα φωνή τοῦ φύλακα-ρουφιάνου ἀποθρασύνεται καί μέ τό λέγε-λέγε σέ ἀναγορεύει σέ κατά φαντασίαν αὐθεντία, τό ἔξω ἔχει τό καλό ὅτι ἀσκεῖ βία. Σοῦ δείχνει τό μπόι σου. Ἀπό κανακεμένο τοῦ ἑαυτοῦ σου, χαϊδεμένος κοπρίτης πού βόσκει τό σανό τῆς αὐταρέσκειας, παίρνεις σιγά σιγά τό ἀληθινό σου σχῆμα. Στούς δημόσιους χώρους καθένας πού σέ ζυγώνει κρατάει ψαλίδα. Καί μάλιστα κοφτερή. Μέ τό κόψε – κόψε γυρνᾶς σπίτι μέ ὅτι ἀπόμεινε. Αὐτός εἶσαι, κι ἄς εἶσαι λίγος. Τό καθόλου μόνο εἶναι κακό.
Τώρα πού χάθηκε ἀμετάκλητα ἀπὸ τὰ μάτια μας ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος, σκέφτηκα αἰφνιδιασμένος ὅτι ποτὲ δὲν μοιραστήκαμε τὴν ὅποια σπιτικὴ ζωή. Στὸ μάκρος μίας δεκαετίας, ἂν ἑξαιρέσω μερικὰ μὰτς ποὺ εἴδαμε μαζὶ στὸ γυαλί, δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ κάθεται ἀναπαυτικὰ σὲ μία σπιτικὴ πολυθρόνα καὶ νὰ πίνει τὸ ποτό του. Δὲν τὸν θυμᾶμαι σὲ ἕνα ἄπλετα φωτισμένο δωμάτιο νὰ μιλάει καὶ νὰ χαριεντίζεται, εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν φέρω στὴν μνήμη μου πλαγιασμένον σὲ ἕνα ντιβάνι νὰ ἀκούει ἀμέριμνος κάποια ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς του μουσικές. Οὔτε τὸν χάρηκα ποτὲ νὰ χορεύει.
Μολονότι οἱ Λάρητες ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους του θεούς, μιά καὶ ἦταν τέκνο σπουδαίας οἰκογένειας, μὲ τὴν ὁποία δὲν ἦρθε ποτὲ σὲ ρήξη, ὅσο κι ἂν ἀναπολῶ τὶς στιγμὲς ποὺ τὸν ἔζησα, τὸν ξαναβρίσκω στὴν ταβέρνα, στὸ μπὰρ καὶ σπανίως στὸ σκυλάδικο, μὲ τὴν ἴδια πάντα στάση: ποτήρι ἢ τσιγάρο στὸ χέρι καὶ τὸ βλέμμα χαμένο στὰ σούρτα φέρτα τῶν κοριτσιῶν ποὺ σέρβιραν καὶ στὰ πὲς-πὲς τῶν παρακαθήμενων θαμώνων.
Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι στὰ δυὸ πρῶτα του βιβλία, ὅπου τὰ πάντα –πρόσωπα καὶ τρόποι-εἶναι ἀμιγῶς νεανικὰ καὶ διαρκῶς γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἔξω, οἱ καταστάσεις διαδραματίζονται μέσα σὲ κλειστοὺς χώρους. Ὁ Χρῆστος εἶχε μονίμως τὸ σύνδρομο τῆς συντροφιᾶς ποὺ διαπραγματεύεται τὴν ἀνέφικτη συγκατοίκηση. Ἕνα εἶδος ὁμαδικῆς μοναξιᾶς καὶ συντροφικῶν ἀδιεξόδων φαίνεται πώς τοῦ πρόσφερε μία ἀτμόσφαιρα θετικῶν ἀντιδράσεων καὶ ἀπρόσκοπτης δημιουργικότητας.Ἴσως τοῦ ἄρεσε νὰ μένουν κάποιοι φίλοι στὴν διπλανὴ κάμαρη, ὅπως καμμιὰ φορά ἀφήνουμε ἀνοιχτὸ τὸ φῶς τοῦ διαδρόμου, Κύριος οἶδε γιατί. Ἕνα φτωχὸ κλαδάκι σὲ μία γυάλα φτάνει νὰ πείσει τὸ χρυσόψαρο ὅτι κολυμπᾶ στὸ βυθό.
Ἀλλὰ τὸ κακὸ μὲ τὶς νεανικὲς «κατασκηνώσεις»-σὰν τὸ χιόνι στὶς πόλεις- εἶναι ὅτι διαλύονται γρήγορα. Ὥσπου νὰ στηθεῖ ἡ νεανικὴ χαρὰ ἔχει ξεστηθεῖ, καὶ οἱ νέοι τριγυρνᾶνε ἐδῶ κι ἐκεῖ ψαρομάλληδες. Ὁ Χρῆστος εἶχε ἔκδηλα πάνω του τὰ χαρακτηριστικά τοῦ νεανία ποὺ ἔχει παίξει ὅλους τους ρόλους σὲ αὐτὸ τὸ ἐφήμερο θέατρο. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀξία τῆς παράστασης, λείψανά της δὲν εἶναι μόνο ἡ κόπωση καὶ ἡ νοσταλγία, ἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκφράσεις ποὺ χρονοτριβοῦν μυστηριωδῶς -ὅπως ὅταν βγαίνεις στὸν δρόμο καὶ χειρονομεῖς ἀκόμα ἢ γελᾶς γιὰ κάποια ἔντονη λογομαχία ποὺ εἶχες πρίν. Ὁ Βακαλόπουλος ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἑνὸς πρώην ἔφηβου ποὺ τὸ γλέντησε κανονικά, ἑνὸς διακριτικοῦ μοναχοφάη ποὺ τοῦ ἔπεσε, ὅταν ἔπρεπε τὸ καλὸ κομμάτι τῆς πίτας. Φυσικά, ἀκολούθησαν τὰ χρόνια της θλίψης καὶ τῆς σοβαρότητας. Ὅταν πιὰ φτάνει στὴ Γραμμὴ τοῦ Ὁρίζοντος δὲν ὑπάρχουν οἱ νεανικοί του ἥρωες –οὔτε Σάμης οὔτε Ρίλα- ἀλλὰ μόνο ἕνας δύσκολος Βακαλόπουλος μὲ ἀκόμα πιὸ δύσκολη ματιά.
Πόσος «Χρῆστος» ὑπῆρχε σὲ αὐτὴ τὴ λιπόσαρκη μορφὴ πού ἔμενε διακριτικὰ στὴν ὄχθη τῆς νύχτας καὶ πρόσμενε ὑπομονετικὰ νὰ διαβοῦν οἱ ὧρες καὶ οἱ ἄνθρωποι; Πόσο παρών καὶ πὸσο ἀπών ἦταν αὐτὸς ὁ σκληραγωγημένος εἴρωνας πού θέρμαινε τὴν καρδιά του μὲ τὸ κρύο φῶς μιᾶς αὐτεπίγνωσης ἡ ὁποία εἶχε διαισθανθεῖ τόσο καίρια τὸ ἀνούσιο, ὥστε εἶχε τὴν εὐγένεια νὰ τὸ καταδικάζει μὲ τὶς μακριὲς σιωπές του; Τὸ φιάσκο τῆς ζωῆς μας, ἡ σκληρὴ φάρσα τοῦ ἐφήμερου ποὺ παίζεται ἀτελεύτητα σὲ βάρος ὅλων μας, εἶναι ὅτι τελικὰ- καὶ αὐτὸ τὸ τελικὰ κρύβει πάντα κάποια κηδεία-, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ἰσχυρὰ τεκμήρια ζωῆς τὶς λαθραῖες στιγμὲς ποὺ ἕνας φίλος ἔζησε ἢ λησμόνησε πλάϊ μας, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν πρόθεση νὰ τὶς ὑπογράψει σὰν διαθήκη. Τὸ τυχαῖο ἄναμμα τῆς στιγμῆς, τὸ συμπτωματικὸ καὶ τὸ ἀκούσιο ἀποκτοῦν ξαφνικὰ κύρος κωδίκελων. Μόνο ὁ ἴδιος –σοβαρὸς στὴν εὐθυμία του καὶ εὔθυμος στὴν σοβαρότητά του- θὰ ἤξερε νὰ σχολιάσει αὐτὴ τὴν κατάπικρη δολιότητα τῆς τύχης. Ἀθροίζοντας λόγια, χειρονομίες καὶ ράκη ἀπὸ τὸν καθημερινὸ συγχρωτισμὸ εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ βροῦμε τὸ βαθύτερο ἐγὼ ἑνὸς ἀνθρώπου πού, μὲ κάθε νεῦμα του, μετέδιδε τὴν ὑποψία ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ φύση δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ παράδοξο;
Ὁ θάνατος τοῦ φίλου, μετὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀποκάρωμα, γρήγορα ἐκφυλίζεται σὲ ἀνακουφιστικὴ τύψη πού σοῦ ὑπαγορεύει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς νὰ πεῖς καὶ νὰ γράψεις δωρεὰν ἐγκώμια, ὑμνολογίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν κανέναν –καὶ εἰδικά, τὸν νεκρό. Μόλις πεθάνεις, ἀρχίζουν τὰ bonus χωρὶς ἀποδέκτη… Ἂν κρατήθηκα νὰ μὴν παρασυρθῶ σὲ λύγμους καὶ δεκάρικους ἐπικήδειους, εἶναι γιατί σὲ κάθε φράση ἔκανα τὴν ἰαματικὴ σκέψη: Τί θὰ ἔλεγε ὁ Χρῆστος ἂν ζοῦσε καὶ διάβαζε ὅλα αὐτὰ τὰ χαρτιά; Περιεχόμενο τοῦ βιβλίου θέλω νὰ εἶναι τὸ πένθος, ἀλλὰ πιλότος τὸ βλέμμα ἑνὸς ἀνθρώπου πού, κι ἂν δὲν τὸν ἀγάπησα ὅσο τοῦ ἄξιζε, παραμένει ὁλοζώντανος μέσα μου.
Ὅσοι ἔχουν κλάψει κάποτε γιὰ ἕναν ἄνθρωπο δικό τους, γνωρίζουν ὅτι δὲν γλυτώνεις ἀπὸ τὴν ἄταφη θωριὰ καὶ τὴν ἄταφη φωνὴ τοῦ νεκροῦ. Τὸ σχῆμα τοῦ Χρήστου συχνάζει τακτικὰ στὴν Καλλιδρομίου, κάθεται στὴν καρέκλα, παραγγέλει τὸ ποτό του, ψάχνει ἕνα γύρο γιὰ συντροφιὰ καὶ γιὰ καμιὰ ὄμορφη περαστική. Ἡ φωνὴ του ἀκούγεται καθαρὰ ἀνάμεσα στὰ δικά μας λόγια, τὸ γέλιο του καθυστερεῖ ἀκόμα στὸν « Ἔνοικο» καὶ στὸ «Παρασκήνιο». Αὐτὴ ἡ ἀόρατη σαῒτα χωρὶς νῆμα, χωρὶς χρόνο, ἐξαντλεῖ τὸ πάνω καὶ τὸ κάτω, ἀπὸ τὴν Ἀσκληπιοῦ ὡς τὴν Ἀσημάκη Φωτήλα. Ξένος πιὰ στοὺς δικούς του δρόμους, ξένος, μόνος καὶ ἀνείδωτος.
Ὅταν πεθαίνει ἕνας φίλος, ἔστω καὶ γιὰ λίγες μέρες γινόμαστε ὅλοι αἰσθητὰ καλύτεροι. Σάμπως νὰ προστέθηκαν μερικὲς νέες μέρες στὸ ἡμερολόγιο, οἱ συμπεριφορὲς ἔχουν μία φρέσκια βαθύτητα. Οἱ γνωστοὶ γίνονται ἐπιστήθιοι φίλοι καὶ οἱ φίλοι συγγενεῖς, καθὼς ἀπὸ κοινοῦ ἀπολαμβάνουμε μὲ σκοτοδίνη τὴν κακὴ ἀνάσα τοῦ θανατικοῦ, ποὺ εἰσάγει ἀκαριαία στὰ πράγματα ἕνα ἄλλο ρίγος. Μολονότι ἀπειράριθμοι ἀπὸ καταβολῆς ἀνθρωπίνου γένους, μιλιούνια σκιῶν ποὺ μνησικακοῦν ἀπέναντι στὸν χρόνο, οἱ νεκροὶ βαραίνουν στὶς ψυχές τῶν ζωντανῶν καὶ τὶς πιλατεύουν εὐεργετικὰ μόνον ὅταν εἶναι κοντινοὶ - ἀπὸ σάρκα ἢ ἀπὸ καρδιά. Ὁ ξένος νεκρὸς δὲν ὑπολογίζεται. Ἀνήκει στὰ κατάστιχα τῆς στατιστικῆς καὶ στὰ τερατώδη καμώματα τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀντίθετα, ὁ δικός μας νεκρός, ὁ χτεσινὸς φίλος ποὺ χάριζε νόημα μὲ κάθε του κίνηση στὴν ἀνομολόγητη συνενοχή, ἀποκτᾶ ἀνυπολόγιστα δικαιώματα. Αἰφνίδια μεταμορφώνεται σὲ ἄφαντο θεὸ ποὺ σὲ περιεργάζεται σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἀδειάζει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ του παρουσία, γιὰ νὰ μετουσιωθεῖ σὲ πανίσχυρη δεισιδαιμονία. Ὅτι εἴχαμε τοῦ ἀνήκει, ὅτι κάνουμε τὸ διεκδικεῖ. Στὰ πάντα σπεύδει πρὶν ἀπό μᾶς, στὰ πάντα μᾶς ἀφήνει προσωρινὰ ἐλεύθερους.
Νεκρὸς γιὰ τὰ καλά, σφιχταγκαλιασμένος μὲ τὸ ἀναπότρεπτο, δὲν ἐπιτρέπει κανένα περιθώριο ἐλπίδας. Ἂν στὴν καθημερινὴ συνάφεια κάθε στιγμὴ παριστάνει τὴν σταγόνα ποὺ καθρεφτίζει ἀπατηλὰ τὸ ψέμμα καὶ τὴν ἀλήθεια, στὴν αἰωνιότητα τοῦ νεκροῦ - αὐτὴ τὴν ἀδιατάρακτη σιωπὴ ποὺ ἀψηφᾶ τὴν ἡλικία- δὲν ἔχει πέραση κανένα τέχνασμα. Ἀκόμα καὶ ὁ θρῆνος εἶναι ἕνας τρόπος τοῦ ζωντανοῦ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πόνο του. Ὁ νεκρὸς εἶναι πλέον ἀπόλυτα σοβαρός, ἀνέκφραστος ἀπὸ τὴν πολὺ εὐθύνη. Σὰν τὰ παιδιά, λοιπόν, πού παίζουν μπροστὰ στὸν ἀνδριάντα τοῦ ἀγέλαστου προγόνου, ἀλλάζουμε ψιθύρους καὶ βλέμματα, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀνασφαλῆ ἄνεση τῶν ζωντανῶν. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀναχώρηση καὶ ἄφιξη. Καταργήθηκαν διὰ παντὸς τὰ βήματα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πλησιάζει μὲ τὴν ψυχὴ στὸ πρόσωπο. Τὸ μόνο σπίτι ποὺ τὸν στεγάζει δὲν εἶναι ἡ πόλη, ὁ κόσμος, ἡ οἰκουμένη καὶ κατοικημένη. Ὁ νεκρὸς ὑπάρχει πλέον μονάχα στὴν καρδιά μας. Καὶ ἀκόμα βαθύτερα.
Εἶναι πιὰ ὁ σιωπηλὸς τῶν σιωπηλῶν.