Τό παρακάτω κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη «Γειά σου Ἀσημάκη», γραμμένο στήν μνήμη τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου. (Ἡ ἐπιλογή τῶν τονισμένων γραμμάτων δικιά μου).
...Μπεκιάρηδες οἱ πιό πολλοί, χωρίς δουλειά καί τακτικά λεφτά, χωρίς σπίτι – πάνω ἀπ’ ὅλα – ὅπου βράζει κατσαρόλα καθημερινά καί ἔχεις τήν ἄνεση νά καλέσεις δυό φίλους τό βράδυ, χωρίς παιδιά καί μόνιμη γυναίκα, εἶναι ἑπόμενο ἐπί χρόνια νά συναντιόμαστε σέ ταβέρνες, καφενεῖα, μπάρ καί νυχτερινά κέντρα. Αὐτή ἡ ἀνοικοκύρευτη ζωή, πρώτη ὕλη γιά μυθιστόρημα τῆς πεντάρας, τραγούδι μέ ἐνοχλητικές ρίμες ἤ ἕνα δικαιολογημένο ἀϊ σιχτίρ, ἀξίζει τέλος πάντων ὅτι ἀξίζει. Ἄσχετο μέ τό τί μολογάει τό ἀστυνομικό δελτίο καί ἡ ἱστορία τῆς μελαγχολίας, ἡ μαγκουφιά καί τό ἐκ πεποιθήσεως ἐργενιλίκι ἔχουν τροφοδοτήσει τά ἐρωτικά καί τά καλλιτεχνικά χρονικά μέ σπάνια δῶρα.
Ἡ βοημική παράδοση, πού πάντα φέρνει στό νοῦ κάποιο μποντλερικό γνώρισμα, μοιράζοντας τίς τύχες της ἀνάμεσα στήν σπαταλημένη ἐλευθερία καί στήν κάθε λογῆς ἀνέχεια, πλάθει ἄτομα μέ ἀσαφῆ ταυτότητα. Ψυχές πού δέν κατάφεραν ἀκόμη νά μοιάσουν μέ τόν ἑαυτό τους. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μέ τό βεβαιωμένο κοινωνικό κύρος ἔχει καταθέσει ὁριστικά τά διαπιστευτήριά του – ἐπάγγελμα, περιουσία, οἰκογένεια κ.τ.λ. – ὁ ἄλλος ἐμφανίζεται σάν ἀβόλευτη μονάδα, πού χρονοτριβεῖ μέσα σέ μία αἰνιγματική σιωπή. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπό στιγμή σέ στιγμή, αὐτός πού ζεῖ σάν μία μακριά σειρά ἀπό ἰδιωτικά ἀνδραγαθήματα, ἤτοι ἀποσιωπητικά πού αἴφνης – καί ὅλοι προσμένουμε αὐτό τό αἴφνης – θά μεστώσουν σέ μία σημαδιακή ρήση. Θέλω νά πῶ ὅτι ὑπάρχει μία κατηγορία ἀνθρώπων πού τά περιμένουν ὅλα ἀπό τά μέσα: ἀπό τήν ἔμπνευση, τήν μεγαλοφυία τῶν αἰσθημάτων ἤ τήν ἀνερμήνευτη δημιουργικότητα πού ἀλλάζει τήν τάξη γύρω της καί ἐπιβάλλει χαιρέκακα πρόστιμα στούς δύσπιστους.
Παρά τήν ὅποια νεοελληνική παράδοση πού συνδυάζει ἁρμονικά τήν ἀνώτερη ὑπαλληλία μέ τήν ἀνώτερη ἀπόδοση στά γράμματα, ἰσχύει – ἀκόμα εὐτυχῶς – ἡ παλιά καλή ἱστορία: τά κείμενα ἔρχονται ἀπ’ ἐκεῖ πού δέν τά περιμένουμε. Ὄχι ἀπό τό πανεπιστήμιο, ὄχι ἀπό τά τζάκια πού φοδράρουν τά σαλόνια μέ βαρύτιμες βιβλιοθῆκες, ὄχι ἀπό τίς σπουδασμένες πουλάδες, ἀλλά ἀπό ἄσημα ἄτομα, «ψυχοῦλες » πού τά βρῆκαν σκοῦρα καί πῆραν τήν ζωή στά σοβαρά. Εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ δεινότητα στήν ἔκφραση πού δείχνει μία καρδιά μέ ἐπείγουσες ἀνάγκες ὅταν στρώνεται στήν δουλειά καί ἀποφασίζει νά τά μάθει ὅλα μόνη της.
Ὄντως, δέν εἶναι ἀσυνήθιστη ἡ περίπτωση ἀνθρώπων πού, λές καί κάποια σπάνια δέσμη φωτός ἤ σκότους τρύπωσε στήν καρδιά τους, περνοῦν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στό εἶναι. Πρέπει κανείς νά πιστεύει στόν ἰδιωτικό του μάγο, στίς θαυματουργές ἱκανότητες τῆς ἀόρατης ράβδου πού τόν κουλαντρίζει. Κατά μία ἔννοια ὅλοι ψάχνουμε τό χέρι πού θά μᾶς σπρώξει στά ταραγμένα ὕδατα τῆς Βηθεσδᾶ. Ἀλλιῶς τί νόημα ἔχει ἡ ἄγονη προσμονή, τό χασομέρι καί τό χασονύχτι, πού μαγαρίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους; Δέν εἶναι ἡ κοινότοπη σκέψη ὅτι ὁ διψασμένος ὀνειρεύεται ποτάμια, ἀλλά, μᾶλλον, ἡ βάσιμη ἰδέα ὅτι ὁ θησαυρός τῆς καρδιᾶς ἐνδέχεται καμιά φορά νά σέ ὁδηγήσει σέ πλήρη ἐξαθλίωση. Γιά νά δεῖς τήν νύχτα δέν ἀρκεῖ νά κλείσεις τά μάτια.
Ὅσο ἀγαθές, ὅμως, κι ἄν εἶναι οἱ εὐκαιρίες πού προσφέρει ἐνίοτε αὐτή ἡ ζωή, εἶναι ξεκάθαρο, ἀπό τήν ἄλλη, ὅτι σοῦ στερεῖ ὁρισμένα πολύ τρυφερά πράγματα: σπιτικό ὅπου ὁ ἀέρας δέν τσικνίζεται καί δέν τό ἔχει ἁγιάσει τό ἀναφιλητό κάποιου παιδιοῦ, δέν εἶναι σπίτι παρά ξενοδοχεῖο. Γιά ὅλους ἐμᾶς, πού ζοῦμε σάν συνταξιοῦχοι φοιτητές, γερασμένα ἀπροσάρμοστα ἤ παρατηρητές τῆς ἀλητείας – ὁ Καροῦζος, εἶναι γνωστό τοῖς πάσι, ἔβγαλε ἔτσι ὁλόκληρη ζωή - οἱ σχέσεις μέ τήν στέγη κρύβουν, σύν ὅλα τά ἄλλα, ἀπέραντη θλίψη. Κλειδί μπαίνει, κλειδί βγαίνει μόνο γιά ἀνάπαυση, γράψιμο καί τηλεφωνήματα. Κάνεις μία περασιά ἀπό τό σπίτι γιά ν’ ἀλλάξεις πουκάμισο, νά κολακεύσεις μία γυναίκα ἤ γιά νά ξυριστεῖς. Τά λοιπά τελοῦνται ἐκτός οἰκίας. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ πολλά γιά τόν ἀνόρεχτο καταμερισμό τῶν ὡρῶν, γιά τό ἀνεξέλεγκτο χέρι πού μᾶς κρατάει μέσα στούς τέσσερις τοίχους, γιά νά μᾶς σπρώξει κατόπιν στούς δρόμους, σάμπως νά ἐξαντλήθηκε κάτι βαθύτερο ἀπό τήν ὑπομονή του.
Ὅποιος πάει στό σπίτι τοῦ μπεκιάρη ἔχει πολλές ἀφορμές γιά νά μακρύνουν τά γένια του. Σέ σπάνιες περιπτώσεις βρίσκει παπούτσια στό ψυγεῖο, ἀποτσίγαρα ἀπό τό περσινό Πάσχα, πιάτα μέ φαγητά μουχλιασμένα. Συνήθως, βέβαια, ἡ εἰκόνα εἶναι πιό ἀνεκτή. Πέρα ἀπό τήν σκόνη καί τήν μπόχα τῆς τσιγαρίλας, τό σπίτι τοῦ ἐργένη εἶναι ἕνα ἐνδιαίτημα ὅπου θεᾶται ἀπόν τό γυναικεῖο χέρι. Ἄπλυτα στοιβαγμένα στή γωνιά, στρωσίδια λιγδιασμένα, τραπέζια μέ ἀνεξάλειπτες ἀναμνήσεις ἀπό κοῦπες, μποτίλιες καί φλιτζάνια. Μπορεῖ νά φαίνεται ζητημένη ἡ σύγκριση, ἀλλά ὁ μοναχικός διατηρεῖ στήν κάμαρή του κάτι ἀπό τήν ἀφελῆ ἀταξία τοῦ παιδικοῦ δωματίου. Ὅπου κείτονταν τά παιχνίδια καί τά βιβλία μέ εἰκόνες, τώρα βρίσκονται σπαρμένα τά τζάντζαλα τοῦ ἐνήλικα. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ ἴδια, ἁπλῶς ἔχει φορτωθεῖ μέ ἡλικία.
Ἄλλωστε στήν ἡλικία βρίσκεται τό ψαχνό. Φίλος μᾶλλον μέ τόν χῶρο παρά μέ τόν χρόνο, ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νά πιστεύει ὅτι ὅλα γύρω του εἶναι προικισμένα μέ μία ἀκατάλυτη μονιμότητα. Ἀφοῦ στόν χῶρο τίποτα δέν ἀπουσιάζει, καθώς δρόμοι, σπίτια, κατευθύνσεις ἐπιμένουν καθημερινά, ἐγκολπώνεται κι αὐτός τήν αὐταπάτη τῆς μονιμότητας. Γιά τά κακοαναθρεμμένα μάτια μας, ὅτι ὥρα κι ἄν ξεπορτίσεις ἡ πόρτα παραμένει ὀρθάνοιχτη. Ὅποτε κι ἄν σοῦ καπνίσει νά πάρεις τό τρένο, ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει στρωμένο χαλί πού φτάνει μέχρι τήν Κατερίνη. Ὁ χῶρος ξεδιπλώνεται σάν τεράστια μαγική εἰκόνα πού δέν χάνει ἀπό πουθενά. Ἐντούτοις, τό μέγα μυστικό της εἶναι ἡ χασούρα. Φαινομενικά ἄτρωτος ἐλέῳ ἀγαθῆς τύχης, κάθε χαροκόπος καί χασομέρης τρώει πολύ γρήγορα τά ψωμιά του. Αὐτή ἡ αἰωνιότητα μίας χρήσης, πού εἶναι ἡ κάθε μέρα – μολονότι δέν παραλείπει νά ἐπανέρχεται, πάλι καί πάλι, ξανά μανά – εἶναι μέ νοίκι, ὁρίζει αὐστηρές προθεσμίες καί δέν ἀναγνωρίζει κανένα ἐνοικιοστάσιο.
Ἡ χρόνια συναναστροφή μέ τήν ἐπιθυμία καί τήν ἀπόλαυση ἐν τέλει ἀποδεικνύεται τέστ ἀντοχῆς στό δηλητήριο τοῦ χρόνου. Ὅλα στήν ζωή εἶναι ἰσχυρά σάν δηλητήρια: ἡ ἀγάπη, τό μίσος, ἡ ἐπιθυμία, ἡ ἀρρώστια, ἡ ἄστεγη καρδιά. Ἀκόμα κι ἄν δέν σέ θερίζει σάν τό στάχυ, ὁ καιρός ἔχει τρόπο νά σέ διαβρώσει ἀπό μέσα, νά σέ κάνει νά εἶσαι ὁλοένα καί βαθύτερα ὁ ἐαυτός σου, μέχρι τήν στιγμή πού θά σέ στήσει ἀσάλευτον πάνω ἤ κάτω ἀπό τό μάρμαρο. Στούς ἴδιους δρόμους, στά ἴδια στέκια, μέσα σέ μία εἰκοσαετία ἕνας ἄνθρωπος σκορπίζει γύρω του ἐρωτηματικά: Τί τόν βρῆκε; Πῶς κατάντησε ἔτσι; Ἀφοῦ ὅλοι ζοῦν καί κανείς δέν ξέρει νά γεράσει, τά ἴδια καί χειρότερα ἀναρωτιέται κι αὐτός: Τί μ’ ἔφερε σ’ αὐτή τήν κατάσταση;
Εὐνοούμενος ὅσο καί θύμα τοῦ χρόνου, ὁ καθένας μας ἀναγκάζεται μέ τά χρόνια νά παραδεχτεῖ ὅτι τό μυστικό τῆς ζωῆς δέν βρίσκεται στήν μετατόπιση ἀλλά στήν διαδοχή. Μέ κάθε νέα φέτα πού προστίθεται στό μέγα ἀκορντεόν τῶν παρωχημένων ἡμερῶν ἡ μουσική βελτιώνεται, ἀλλά πάντα πρός τό λυπηρότερο. Εἶναι πλέον κατάδηλο ὅτι ὁ ἀντικατοπτρισμός τῆς λίμνης μέ τά φραγμένα ὕδατα ἔκρυβε τό τέχνασμα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ, καί μόνο ὄψιμα ξεδιαλύνουμε τήν ἀλήθεια: ὅτι ὁ χῶρος εἶναι ὁ ἐκμαυλιστής καί ρουφιάνος τοῦ χρόνου. Γενέθλια γῆ τοῦ καθενός, πατρίδα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου τόν «ξεγέλασαν» - γιά νά ζήσει.
Ὁ χρόνος, ὅπως ξέρουμε, δέν εἶναι ὁ ἴδιος σέ ὅλες της ἡλικίες. Ὡς τά δεκαπέντε, ὁ ἡμεροδείχτης δέν δείχνει διάθεση νά γίνει φυλλοβόλος. Τά ρολόγια γυρνοῦν ἀπελπιστικά ἀργά καί μία μέρα εἶναι ἐποχή πού σέ ἀλλάζει. Τά ἴδια ρολόγια δέν μετροῦν τόν χρόνο ὡς τά τριάντα; Κι’ ὅμως, αὐτός ὁ δεύτερος χρόνος, ὁ καλύτερος τῆς ζωῆς, εἶναι γεμάτος καυτές ἀνάσες στό αὐτί τοῦ νέου, δέν γνωρίζει οἰκονομία καί ὅρια. Τό μέλλον δέν εἶναι τέρμα, ἀλλά ἐπαγγελία. Χρειάζεται μεγάλη ὑπομονή γιά νά βρεθεῖ κανείς στό ἁλμυρό νερό τῆς ἄλλης δεκαετίας, ὅπου ὁ χρόνος – σάν σπιοῦνος πού ξεμασκαρεύτηκε – ἀνακυκλώνεται, ἀλλά χωρίς πειθώ πλέον. Τό πρωί εἶναι πάντα πρωί καί τό βράδυ βράδυ, μόνο πού ἡ ζωή – πρώην καλλονή – δέν γεννάει πιά τρελά σκιρτήματα. Δέν ἔχει σημασία πόσο κρατάει τό παιχνίδι, ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἀπαρχῆς κάποιος τρελός ἔφερνε ἐπιδεικτικά τόν δείχτη τοῦ χεριοῦ στό μηνίγγι. Στό μεταξύ, ἔστω καί ἄχρηστες, ὅλες οἱ ἐλευθερίες εἶναι δυνατές.
Ὁ ἄνθρωπος πού μπαίνει σέ ἕνα μπάρ καί πιάνει ψηλό σκαμνί, ἀδιάφορο ἄν ἐκείνη τήν στιγμή ψηφίζει καί μέ τά δυό του χέρια τό ἐφήμερο, δέν ἀποφασίζει τίποτα γιά τό μέλλον του. Ἡ πράξη του δέν ἰσοδυναμεῖ μέ ἐπίδειξη ταυτότητας οὔτε μέ «προσωρινή σβέση φανοῦ». Ἀντί νά ὑπόσχεται πίστη σέ κάτι, ἄρα τήν ἐπανάληψη, εἶναι μᾶλλον μία ἀνήσυχη δύναμη πού ἐλλοχεύει καί ψυχανεμίζεται τόν τυχερό της λαχνό. Ἡ χρονοτριβή, τό ξέρουν καί οἱ γάτες, προσδοκᾶ χωρίς νά τό ὁμολογεῖ τήν τύχη της. Ἀλλά ὁ χρόνος, προσωρινός φίλος καί αἰώνιος ἐχθρός, δέν κάνει πίστωση σέ κανέναν. Ἀργά ἤ γρήγορα, καί συνήθως ἀργά, μέ τή ζεματισμένη αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου πού συνειδητοποιεῖ ὅτι λούζεται τίς κατάρες του, διαπιστώνουμε ὅτι – φτηνές ἤ ἀκριβές – οἱ ἀγάπες μέ τό ἐφήμερο καταλήγουν, τελικά σέ προσωπικά δράματα.
Ἡ ἀπορία σέρνεται σάν μάγισσα καί σάν ζητιάνα: Πότε πρόλαβαν καί πέταξαν τά πετεινά χωρίς νά μείνει οὔτε φτερό γιά δεῖγμα; Ἡ σοφή δολιότητα τοῦ προσωρινοῦ εἶναι ὅτι ὁ χρόνος ἀθροίζεται ἀθόρυβα κάτω ἀπό τήν μύτη μας. Ὅταν ἐπί χρόνια ξηλώνεις τήν μέρα καί τήν νύχτα σέ κάποια στέκια, τελικά ἀναγκάζεσαι νά παραδεχτεῖς ὅτι εἶσαι ὁ παλαιός μέ τήν ἐνδόξως ἤ ἀδόξως ξηλωμένη εἰκοσαετία.
Ἐν εἴδει ταυτότητας λόγω εὐδοκίμου προϋπηρεσίας, οἱ τιμητικές διακρίσεις ἀπονέμονται ἀφειδῶς ἀπό τούς αὐτοσχέδιους νυχτέπαρχους: αὐτός – πού – μπαινοβγαίνει – στά – μπάρ, αὐτός – πού – γίνεται – τύφλα, αὐτός – πού – δέν – μπορεῖ – νά – γυρίσει – σπίτι – του, αὐτός – πού – δέν – ἔχει – μία, αὐτός – πού – πρός Θεοῦ – μήν – κάτσεις – μαζί – του, αὐτός – πού – ἄν – δέν – γαμήσει – ἀρρωσταίνει, αὐτός – πού – ψάχνει – γιά – ἐχθρούς , καί πάει λέγοντας. Αὐτό τόν ἄνθρωπο βλέπουν, αὐτόν ξέρουν.
Τά σ’ ἀγαπῶ – σέ μισῶ μέ τήν νύχτα καί τούς δημόσιους χώρους τῆς Ἀθήνας, παρότι δείχνουν νά εἶναι κινήσεις σέ ἕναν τεράστιο θάλαμο ἀναμονῆς, ἕνα συλλογικό διαμέρισμα γιά δύστροπες ψυχές πού χρήζουν βοηθείας καί συμπαραστάσεως, οὐσιαστικά ἀντιπροσωπεύουν μία πλήρη συνενοχή μέ τό φροῦδο νόημα τῶν ἡμερῶν. Μερικοί νέοι, διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν διάβολο, καταθέτουν στό τραπέζι τίς ἀμηχανίες τους καί ἐπί χρόνια – ὥσπου νά φυτρώσουν οἱ ἀληθινοί φρονιμίτες – συγκροτοῦν μία μπάντα πού παίζει ἀνελλιπῶς μέσα στήν πόλη τήν τυφλόμυγα. Ἀγάπες, μίση, ἀφοσιώσεις, τσακωμοί; Τηλεφωνικά σύρματα, πού ἀνάβουν, ὁράματα καί παρεξηγήσεις διαρκείας, ἀναχωρήσεις καί ἐπάνοδοι; Ὅλα αὐτά εἶναι γνωστά. Ὅσο προσωρινή κι ἄν δείχνει ἡ αἴσθηση πού τυλίγει τό ἀνέβα κατέβα σέ σκάλες καί ἀνελκυστῆρες, αὐτό τό ἔμπα ἔβγα σέ ξενυχτάδικα καί κωλάδικα, ἀφοῦ κανείς δέν τήν θεωρεῖ ὁριστική, ὅταν κάποια μέρα κάνεις ταμεῖο γιά τίς δεκαετίες πού σούρθηκαν ἀνεπιστρεπτί, ἀνακαλύπτεις ἐμβρόντητος – καί, πιθανῶς, μέ κάποια ἀδίδακτη ντροπή – ὅτι ἐπί χρόνια ἔτρωγες σέ πιάτο ὅπου τήν προηγούμενη νύχτα ξένα πιρούνια χτύπαγαν στόν πάτο του, ὅτι ἔπινες σέ ποτήρια ὅπου ἔχουν ξεδιψάσει ἀμέτρητα χείλη.
Ἐφόσον ἡ οἰκειότητα γεννᾶ τήν περιφρόνηση, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐφήμερου ἀλληλοπεριφρονοῦνται βαθύτατα. Γιά ὅλα φταίει ὁ «ἄλλος», μόνο καί μόνο ἐπειδή σοῦ μοιάζει. Φυσικά, ὁ φίλος εἶναι πάντα σάν τόν ποῦτσο: ἄν τόν χαϊδεύεις θά σηκωθεῖ νά σέ γαμήσει, ἄν τόν κρατᾶς σέ ἀπόσταση εἶναι σκέτο «τυρί». Ὡστόσο οἱ κύκλοι τῶν γραμμάτων ἔχουν τήν δική τους χαρισματική λέπρα. Σέ κάθε πυραμίδα, ὅπως γράφει ὁ Μπαλζάκ, ὑπάρχει μία κορυφή ὅπου μπορεῖ νά σταθεῖ μόνο ἕνα πουλάκι – ἄρα τί ἄλλο μπορεῖ νά σκέφτεται κάθε λογοτεχνικό πουλί πού ἐρανίζεται σπόρια μέσα στήν πόλη; Οἱ ἀδύναμοι δέν συγχωροῦν ποτέ. Και πὡς νά συγχωρήσουν οἱ γραφιάδες, ἀδύναμοι ἐξ’ ὁρισμοῦ καί ἐξ΄ ἐπαγγέλματος; Ὅλα τά λύνει ἡ κορυφή – τίποτε ἄλλο δέν μετράει.
Ἀπό τήν ἄλλη, πρέπει νά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά γράφει καί νά μένει μακριά ἀπό τούς δημόσιους χώρους. Ἡ ἀγοραφοβία ἀνήκει στούς ἐπιστήμονες. Ἄν δέν ξέρεις πού τρώει ὁ κοσμάκης, πού γλεντάει, πού τραγουδάει, πού σκοτώνει τήν ὥρα του καί τόν συνάνθρωπό του, τί συγγραφέας εἶσαι; Ἄν δέν μαγαριστεῖς στήν ἀγορά, πῶς θά ἀγορεύσεις; Μέ ὅλους τούς κινδύνους καί τή χασούρα – μεγάλη χασούρα, ὄντως – ἡ νύχτα ἔχει ἀναδειχθεῖ σέ ἰδεῶδες φροντιστήριο τῶν ἀρχάριων ψυχῶν. Σέ ἀντίθεση μέ τό ὀλημέριον τῆς πολυκατοικίας, ὅπου ἡ μέσα φωνή τοῦ φύλακα-ρουφιάνου ἀποθρασύνεται καί μέ τό λέγε-λέγε σέ ἀναγορεύει σέ κατά φαντασίαν αὐθεντία, τό ἔξω ἔχει τό καλό ὅτι ἀσκεῖ βία. Σοῦ δείχνει τό μπόι σου. Ἀπό κανακεμένο τοῦ ἑαυτοῦ σου, χαϊδεμένος κοπρίτης πού βόσκει τό σανό τῆς αὐταρέσκειας, παίρνεις σιγά σιγά τό ἀληθινό σου σχῆμα. Στούς δημόσιους χώρους καθένας πού σέ ζυγώνει κρατάει ψαλίδα. Καί μάλιστα κοφτερή. Μέ τό κόψε – κόψε γυρνᾶς σπίτι μέ ὅτι ἀπόμεινε. Αὐτός εἶσαι, κι ἄς εἶσαι λίγος. Τό καθόλου μόνο εἶναι κακό.
Τώρα πού χάθηκε ἀμετάκλητα ἀπὸ τὰ μάτια μας ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος, σκέφτηκα αἰφνιδιασμένος ὅτι ποτὲ δὲν μοιραστήκαμε τὴν ὅποια σπιτικὴ ζωή. Στὸ μάκρος μίας δεκαετίας, ἂν ἑξαιρέσω μερικὰ μὰτς ποὺ εἴδαμε μαζὶ στὸ γυαλί, δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ κάθεται ἀναπαυτικὰ σὲ μία σπιτικὴ πολυθρόνα καὶ νὰ πίνει τὸ ποτό του. Δὲν τὸν θυμᾶμαι σὲ ἕνα ἄπλετα φωτισμένο δωμάτιο νὰ μιλάει καὶ νὰ χαριεντίζεται, εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν φέρω στὴν μνήμη μου πλαγιασμένον σὲ ἕνα ντιβάνι νὰ ἀκούει ἀμέριμνος κάποια ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς του μουσικές. Οὔτε τὸν χάρηκα ποτὲ νὰ χορεύει.
Μολονότι οἱ Λάρητες ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους του θεούς, μιά καὶ ἦταν τέκνο σπουδαίας οἰκογένειας, μὲ τὴν ὁποία δὲν ἦρθε ποτὲ σὲ ρήξη, ὅσο κι ἂν ἀναπολῶ τὶς στιγμὲς ποὺ τὸν ἔζησα, τὸν ξαναβρίσκω στὴν ταβέρνα, στὸ μπὰρ καὶ σπανίως στὸ σκυλάδικο, μὲ τὴν ἴδια πάντα στάση: ποτήρι ἢ τσιγάρο στὸ χέρι καὶ τὸ βλέμμα χαμένο στὰ σούρτα φέρτα τῶν κοριτσιῶν ποὺ σέρβιραν καὶ στὰ πὲς-πὲς τῶν παρακαθήμενων θαμώνων.
Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι στὰ δυὸ πρῶτα του βιβλία, ὅπου τὰ πάντα –πρόσωπα καὶ τρόποι-εἶναι ἀμιγῶς νεανικὰ καὶ διαρκῶς γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἔξω, οἱ καταστάσεις διαδραματίζονται μέσα σὲ κλειστοὺς χώρους. Ὁ Χρῆστος εἶχε μονίμως τὸ σύνδρομο τῆς συντροφιᾶς ποὺ διαπραγματεύεται τὴν ἀνέφικτη συγκατοίκηση. Ἕνα εἶδος ὁμαδικῆς μοναξιᾶς καὶ συντροφικῶν ἀδιεξόδων φαίνεται πώς τοῦ πρόσφερε μία ἀτμόσφαιρα θετικῶν ἀντιδράσεων καὶ ἀπρόσκοπτης δημιουργικότητας.Ἴσως τοῦ ἄρεσε νὰ μένουν κάποιοι φίλοι στὴν διπλανὴ κάμαρη, ὅπως καμμιὰ φορά ἀφήνουμε ἀνοιχτὸ τὸ φῶς τοῦ διαδρόμου, Κύριος οἶδε γιατί. Ἕνα φτωχὸ κλαδάκι σὲ μία γυάλα φτάνει νὰ πείσει τὸ χρυσόψαρο ὅτι κολυμπᾶ στὸ βυθό.
Ἀλλὰ τὸ κακὸ μὲ τὶς νεανικὲς «κατασκηνώσεις»-σὰν τὸ χιόνι στὶς πόλεις- εἶναι ὅτι διαλύονται γρήγορα. Ὥσπου νὰ στηθεῖ ἡ νεανικὴ χαρὰ ἔχει ξεστηθεῖ, καὶ οἱ νέοι τριγυρνᾶνε ἐδῶ κι ἐκεῖ ψαρομάλληδες. Ὁ Χρῆστος εἶχε ἔκδηλα πάνω του τὰ χαρακτηριστικά τοῦ νεανία ποὺ ἔχει παίξει ὅλους τους ρόλους σὲ αὐτὸ τὸ ἐφήμερο θέατρο. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀξία τῆς παράστασης, λείψανά της δὲν εἶναι μόνο ἡ κόπωση καὶ ἡ νοσταλγία, ἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκφράσεις ποὺ χρονοτριβοῦν μυστηριωδῶς -ὅπως ὅταν βγαίνεις στὸν δρόμο καὶ χειρονομεῖς ἀκόμα ἢ γελᾶς γιὰ κάποια ἔντονη λογομαχία ποὺ εἶχες πρίν. Ὁ Βακαλόπουλος ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἑνὸς πρώην ἔφηβου ποὺ τὸ γλέντησε κανονικά, ἑνὸς διακριτικοῦ μοναχοφάη ποὺ τοῦ ἔπεσε, ὅταν ἔπρεπε τὸ καλὸ κομμάτι τῆς πίτας. Φυσικά, ἀκολούθησαν τὰ χρόνια της θλίψης καὶ τῆς σοβαρότητας. Ὅταν πιὰ φτάνει στὴ Γραμμὴ τοῦ Ὁρίζοντος δὲν ὑπάρχουν οἱ νεανικοί του ἥρωες –οὔτε Σάμης οὔτε Ρίλα- ἀλλὰ μόνο ἕνας δύσκολος Βακαλόπουλος μὲ ἀκόμα πιὸ δύσκολη ματιά.
Πόσος «Χρῆστος» ὑπῆρχε σὲ αὐτὴ τὴ λιπόσαρκη μορφὴ πού ἔμενε διακριτικὰ στὴν ὄχθη τῆς νύχτας καὶ πρόσμενε ὑπομονετικὰ νὰ διαβοῦν οἱ ὧρες καὶ οἱ ἄνθρωποι; Πόσο παρών καὶ πὸσο ἀπών ἦταν αὐτὸς ὁ σκληραγωγημένος εἴρωνας πού θέρμαινε τὴν καρδιά του μὲ τὸ κρύο φῶς μιᾶς αὐτεπίγνωσης ἡ ὁποία εἶχε διαισθανθεῖ τόσο καίρια τὸ ἀνούσιο, ὥστε εἶχε τὴν εὐγένεια νὰ τὸ καταδικάζει μὲ τὶς μακριὲς σιωπές του; Τὸ φιάσκο τῆς ζωῆς μας, ἡ σκληρὴ φάρσα τοῦ ἐφήμερου ποὺ παίζεται ἀτελεύτητα σὲ βάρος ὅλων μας, εἶναι ὅτι τελικὰ- καὶ αὐτὸ τὸ τελικὰ κρύβει πάντα κάποια κηδεία-, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ἰσχυρὰ τεκμήρια ζωῆς τὶς λαθραῖες στιγμὲς ποὺ ἕνας φίλος ἔζησε ἢ λησμόνησε πλάϊ μας, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν πρόθεση νὰ τὶς ὑπογράψει σὰν διαθήκη. Τὸ τυχαῖο ἄναμμα τῆς στιγμῆς, τὸ συμπτωματικὸ καὶ τὸ ἀκούσιο ἀποκτοῦν ξαφνικὰ κύρος κωδίκελων. Μόνο ὁ ἴδιος –σοβαρὸς στὴν εὐθυμία του καὶ εὔθυμος στὴν σοβαρότητά του- θὰ ἤξερε νὰ σχολιάσει αὐτὴ τὴν κατάπικρη δολιότητα τῆς τύχης. Ἀθροίζοντας λόγια, χειρονομίες καὶ ράκη ἀπὸ τὸν καθημερινὸ συγχρωτισμὸ εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ βροῦμε τὸ βαθύτερο ἐγὼ ἑνὸς ἀνθρώπου πού, μὲ κάθε νεῦμα του, μετέδιδε τὴν ὑποψία ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ φύση δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ τὸ παράδοξο;
Ὁ θάνατος τοῦ φίλου, μετὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀποκάρωμα, γρήγορα ἐκφυλίζεται σὲ ἀνακουφιστικὴ τύψη πού σοῦ ὑπαγορεύει ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς νὰ πεῖς καὶ νὰ γράψεις δωρεὰν ἐγκώμια, ὑμνολογίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν κανέναν –καὶ εἰδικά, τὸν νεκρό. Μόλις πεθάνεις, ἀρχίζουν τὰ bonus χωρὶς ἀποδέκτη… Ἂν κρατήθηκα νὰ μὴν παρασυρθῶ σὲ λύγμους καὶ δεκάρικους ἐπικήδειους, εἶναι γιατί σὲ κάθε φράση ἔκανα τὴν ἰαματικὴ σκέψη: Τί θὰ ἔλεγε ὁ Χρῆστος ἂν ζοῦσε καὶ διάβαζε ὅλα αὐτὰ τὰ χαρτιά; Περιεχόμενο τοῦ βιβλίου θέλω νὰ εἶναι τὸ πένθος, ἀλλὰ πιλότος τὸ βλέμμα ἑνὸς ἀνθρώπου πού, κι ἂν δὲν τὸν ἀγάπησα ὅσο τοῦ ἄξιζε, παραμένει ὁλοζώντανος μέσα μου.
Ὅσοι ἔχουν κλάψει κάποτε γιὰ ἕναν ἄνθρωπο δικό τους, γνωρίζουν ὅτι δὲν γλυτώνεις ἀπὸ τὴν ἄταφη θωριὰ καὶ τὴν ἄταφη φωνὴ τοῦ νεκροῦ. Τὸ σχῆμα τοῦ Χρήστου συχνάζει τακτικὰ στὴν Καλλιδρομίου, κάθεται στὴν καρέκλα, παραγγέλει τὸ ποτό του, ψάχνει ἕνα γύρο γιὰ συντροφιὰ καὶ γιὰ καμιὰ ὄμορφη περαστική. Ἡ φωνὴ του ἀκούγεται καθαρὰ ἀνάμεσα στὰ δικά μας λόγια, τὸ γέλιο του καθυστερεῖ ἀκόμα στὸν « Ἔνοικο» καὶ στὸ «Παρασκήνιο». Αὐτὴ ἡ ἀόρατη σαῒτα χωρὶς νῆμα, χωρὶς χρόνο, ἐξαντλεῖ τὸ πάνω καὶ τὸ κάτω, ἀπὸ τὴν Ἀσκληπιοῦ ὡς τὴν Ἀσημάκη Φωτήλα. Ξένος πιὰ στοὺς δικούς του δρόμους, ξένος, μόνος καὶ ἀνείδωτος.
Ὅταν πεθαίνει ἕνας φίλος, ἔστω καὶ γιὰ λίγες μέρες γινόμαστε ὅλοι αἰσθητὰ καλύτεροι. Σάμπως νὰ προστέθηκαν μερικὲς νέες μέρες στὸ ἡμερολόγιο, οἱ συμπεριφορὲς ἔχουν μία φρέσκια βαθύτητα. Οἱ γνωστοὶ γίνονται ἐπιστήθιοι φίλοι καὶ οἱ φίλοι συγγενεῖς, καθὼς ἀπὸ κοινοῦ ἀπολαμβάνουμε μὲ σκοτοδίνη τὴν κακὴ ἀνάσα τοῦ θανατικοῦ, ποὺ εἰσάγει ἀκαριαία στὰ πράγματα ἕνα ἄλλο ρίγος. Μολονότι ἀπειράριθμοι ἀπὸ καταβολῆς ἀνθρωπίνου γένους, μιλιούνια σκιῶν ποὺ μνησικακοῦν ἀπέναντι στὸν χρόνο, οἱ νεκροὶ βαραίνουν στὶς ψυχές τῶν ζωντανῶν καὶ τὶς πιλατεύουν εὐεργετικὰ μόνον ὅταν εἶναι κοντινοὶ - ἀπὸ σάρκα ἢ ἀπὸ καρδιά. Ὁ ξένος νεκρὸς δὲν ὑπολογίζεται. Ἀνήκει στὰ κατάστιχα τῆς στατιστικῆς καὶ στὰ τερατώδη καμώματα τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀντίθετα, ὁ δικός μας νεκρός, ὁ χτεσινὸς φίλος ποὺ χάριζε νόημα μὲ κάθε του κίνηση στὴν ἀνομολόγητη συνενοχή, ἀποκτᾶ ἀνυπολόγιστα δικαιώματα. Αἰφνίδια μεταμορφώνεται σὲ ἄφαντο θεὸ ποὺ σὲ περιεργάζεται σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἀδειάζει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ του παρουσία, γιὰ νὰ μετουσιωθεῖ σὲ πανίσχυρη δεισιδαιμονία. Ὅτι εἴχαμε τοῦ ἀνήκει, ὅτι κάνουμε τὸ διεκδικεῖ. Στὰ πάντα σπεύδει πρὶν ἀπό μᾶς, στὰ πάντα μᾶς ἀφήνει προσωρινὰ ἐλεύθερους.
Νεκρὸς γιὰ τὰ καλά, σφιχταγκαλιασμένος μὲ τὸ ἀναπότρεπτο, δὲν ἐπιτρέπει κανένα περιθώριο ἐλπίδας. Ἂν στὴν καθημερινὴ συνάφεια κάθε στιγμὴ παριστάνει τὴν σταγόνα ποὺ καθρεφτίζει ἀπατηλὰ τὸ ψέμμα καὶ τὴν ἀλήθεια, στὴν αἰωνιότητα τοῦ νεκροῦ - αὐτὴ τὴν ἀδιατάρακτη σιωπὴ ποὺ ἀψηφᾶ τὴν ἡλικία- δὲν ἔχει πέραση κανένα τέχνασμα. Ἀκόμα καὶ ὁ θρῆνος εἶναι ἕνας τρόπος τοῦ ζωντανοῦ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πόνο του. Ὁ νεκρὸς εἶναι πλέον ἀπόλυτα σοβαρός, ἀνέκφραστος ἀπὸ τὴν πολὺ εὐθύνη. Σὰν τὰ παιδιά, λοιπόν, πού παίζουν μπροστὰ στὸν ἀνδριάντα τοῦ ἀγέλαστου προγόνου, ἀλλάζουμε ψιθύρους καὶ βλέμματα, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀνασφαλῆ ἄνεση τῶν ζωντανῶν. Δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀναχώρηση καὶ ἄφιξη. Καταργήθηκαν διὰ παντὸς τὰ βήματα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πλησιάζει μὲ τὴν ψυχὴ στὸ πρόσωπο. Τὸ μόνο σπίτι ποὺ τὸν στεγάζει δὲν εἶναι ἡ πόλη, ὁ κόσμος, ἡ οἰκουμένη καὶ κατοικημένη. Ὁ νεκρὸς ὑπάρχει πλέον μονάχα στὴν καρδιά μας. Καὶ ἀκόμα βαθύτερα.
Εἶναι πιὰ ὁ σιωπηλὸς τῶν σιωπηλῶν.