Ο Χάουαρντ Ζιν, ο κορυφαίος αμερικανός διανοούμενος, ο οποίος από πολύ νέος ανέπτυξε έντονο πολιτικό ακτιβισμό, αποτελεί μοναδικό παράδειγμα για το πώς οι ιδέες γίνονται πράξη, πώς το ατομικό γίνεται συλλογικό.
Πρωτοστάτης του αντιπολεμικού κινήματος, υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μαύρων, πιστός σε έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό, πήρε μέρος σε διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, έδωσε πύρινες ομιλίες, βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος με το νόμο και την εξουσία, μέχρι και που φυλακίστηκε για τη δράση του.
Ενα χρόνο μετά το θάνατο του αριστερού ιστορικού και συγγραφέα (28/1/2010), κυκλοφορεί αύριο πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Αιώρα» η αυτοβιογραφία του (μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης) που καλύπτει την περίοδο 1956-1992 και ρίχνει φως στις ιδέες και την μακρόχρονη πορεία του.
Γιος εβραίων μεταναστών, από μικρός δούλεψε στα ναυπηγεία όπου ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση, πήρε μέρος σε αεροπορικές επιδρομές κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο θέτοντας στη συνέχεια στον εαυτό του βασανιστικά ερωτήματα, ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα από ένα «μαύρο κολέγιο» της Τζόρτζια, τάραξε την αμερικανική κοινή γνώμη γράφοντας την ανατρεπτική «Ιστορία του λαού των ΗΠΑ».
Μέχρι τέλους διατηρούσε την πεποίθηση: «Οι μικρές πράξεις αντίστασης στην εξουσία, αν δεν το βάζεις κάτω, μπορεί να οδηγήσουν σε μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Συνηθισμένοι άνθρωποι είναι ικανοί για ασυνήθιστες πράξεις θάρρους». Ετσι αιτιολογείται και ο υπότιτλος της αυτοβιογραφίας, αποσπάσματα της οποίας προδημοσιεύουμε σήμερα: «Δεν μπορείς να μένεις ουδέτερος σε ένα τρένο που κινείται».
Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
«ΜΠΗΚΑ στην Πολεμική Αεροπορία αρχές του 1943-είκοσι χρονών- έτοιμος να πολεμήσω τους Ναζί».
Ετσι αρχίζει ένα ακόμα κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του Χάουαρντ Ζιν που συνδέθηκε και με τη γνωριμία του με τη Ροζλίν Σέχτερ, το κορίτσι με πρόσωπο ρωσίδας καλλονής, με το οποίο μοιράζονταν «κοινές απόψεις για τον κόσμο, τον πόλεμο, το φασισμό και το σοσιαλισμό» και έμελλε να γίνει η σύντροφος της ζωής του.
Μετά το μήνα του μέλιτος και ενώ ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του η μονάδα του Ζιν μεταφέρθηκε στην Αγγλία. Οπως περιγράφει ο ίδιος: «Ένα βράδυ μας ξύπνησαν στη 1π.μ. και είπαν ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε για μια ακόμη αποστολή. Δεν ήταν όπως στις ταινίες, όπου ο Ρόμπερτ Τέιλορ σηκώνεται απ' το κρεβάτι, ορμάει στο πιλοτήριο και φεύγει. Πέντε ώρες πέρασαν από το ξύπνημα μέχρι την απογείωση, την αυγή. Ο αρμόδιος αξιωματικός μάς ενημέρωσε για την αποστολή. Επρόκειτο να βομβαρδίσουμε μια μικρή πόλη ονόματι Ρουαγιάν κοντά στο Μπορντό, στις ακτές του Ατλαντικού. Κοιταχτήκαμε: να βομβαρδίσουμε μια γαλλική πόλη; Τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν ήδη περάσει τη Γαλλία, είχαν μπει για καλά στη Γερμανία. Η εξήγηση δόθηκε: υπήρχαν μερικές χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες που είχαν καταφύγει στη Ρουαγιάν περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος κι εμείς έπρεπε να τους βγάλουμε απ' τη μέση. Και δεν θα είχαμε στη βομβοθήκη μας το σύνηθες φορτίο από δώδεκα βόμβες ισοπέδωσης βάρους διακοσίων κιλών η καθεμία. Αντ' αυτού κάθε βομβοθήκη είχε κάτι καινούργιο: 30 κάνιστρα, 45 κιλών το καθένα, με "πηχτή βενζίνη"-κολλώδες πυρ. Δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη, αλλά πολύ μετά τον πόλεμο συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για πρώιμη χρήση ναπάλμ.
Ετσι καταστρέψαμε τις γερμανικές δυνάμεις (1200 "ιπτάμενα φρούρια" βομβάρδισαν αρκετές χιλιάδες Γερμανούς στρατιώτες!)-καθώς και τον γαλλικό πληθυσμό της Ρουαγιάν. Μετά τον πόλεμο, διάβασα ένα άρθρο του ανταποκριτή των "New York Times" στην περιοχή: "Περί τους 350 άμαχους, ζαλισμένοι ή πληγωμένοι...σύρθηκαν από τα ερείπια και είπαν αργότερα ότι η αεροπορική επίθεση ήταν "μια κόλαση που ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε".
Στα ύψη από τα οποία οποία κάναμε το βομβραδισμό -8-9 χιλιάδες μετρα- δεν βλέπαμε κόσμο, δεν ακούγαμε κραυγές, δεν βλέπαμε αίμα και κομμένα μέλη. Θυμάμαι μόνο να βλέπω τα κάνιστρα ν' ανάβουν σαν σπίρτα και να πέφτουν φλεγόμενα στο έδαφος. Ψηλά στον ουρανό, εγώ απλώς "έκανα τη δουλειά μου" -η εξήγηση που δίνεται σε όλη την Ιστορία, κάθε φορά που οι πολεμιστές διαπράττουν φρικαλεότητες.
Ο πόλεμος τελειωσε σε τρεις εβδομάδες. Δεν άκουσα κανέναν ν' αμφισβητεί την επιδρομή στη Ρουαγιάν, το γιατί ήταν απαραίτητη. Ούτε εγώ την αμφισβήτησα. Δεν θα μου περνούσε απ' το μυαλό να σηκωθώ εκείνο το πρωί, καθώς γινόταν η ενημέρωση, και να ρωτήσω: Γιατί σκοτώνουμε κι άλλο κόσμο, αφού ο πόλεμος τελειώνε;
(...) Μόνο μια στιγμή σ' ολόκληρο τον πόλεμο μπήκαν στο μυαλό μου κάποιες αμφιβολίες για την απόλυτη ορθότητα των πραξεών μας. Είχα πιάσει φιλίες μ' ένα πυροβολητή από άλλο πλήρωμα. Είχαμε κάτι κοινό σ' εκείνη τη λογοτεχνική έρημο της αεροπορικής βάσης: κι οι δυο μας διαβάζαμε και μας ενδιέφερε η πολιτική. Κάποια στιγμή με κατέπληξε λέγοντας, "Ξέρεις, αυτός δεν είναι πόλεμος ενάντια στο φασισμό. Είναι πόλεμος επικράτησης. Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ενωση είναι όλα διαφθαρμένα κράτη, δεν έχουν κανένα ηθικό ενδοιασμό με τον χιτλερισμό, απλώς θέλουν κι αυτοί να κυβερνήσουν τον κόσμο. Είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος".
"Κι εσύ γιατί βρίσκεσαι εδώ;" ρώτησα.
"Για να μιλώ σε ανθρώπους σαν και σένα".
Εκείνον τον καιρό δεν πείστηκα για όσα έλεγε, όμως με έβαλαν σε σκέψεις και ποτέ δεν τα ξέχασα (...) Η Χιροσίμα και η Ρουαγιάν έπαιξαν βασικό ρόλο στο να επανεξετάσω σταδιακά όσα άλλοτε αποδεχόμουν χωρίς αμφισβήτηση - την απόλυτη ηθική ορθότητα του πολέμου ενάντια στο φασισμό. (...) Δεν υπάρχει, στους νεότερους χρόνους, άλλος πόλεμος που να έχει γίνει πιο αποδεκτός ως δίκαιος, σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι φασίστες εχθροί ήταν τόσο απόλυτα σατανικοί ώστε απαγόρευαν κάθε αμφισβήτηση. Ηταν αναντίρρητα οι "κακοί" κι εμείς ήμασταν οι "καλοί", οπότε, άπαξ και είχαμε λάβει αυτήν την απόφαση, δεν υπήρχε καμία εμφανής ανάγκη να σκεφτούμε αυτό που κάναμε. Ομως, επανεξετάζοντας τις πολεμικές μου εμπειρίες και διαβάζοντας ιστορία, είχα καταλάβει πώς το περιβάλλον του πολέμου αρχίζει να κάνει τους αντίπαλους πανομοιότυπους.
Αυτό ίσχυε από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, που περιέγραψε ο Θουκυδίδης τον 5ο αι. π.Χ. Η Αθήνα, το "λίκνο της δημοκρατίας", ένας παράδεισος εξαιρετικής τέχνης και λόγου, ήταν οι "καλοί". Η Σπάρτη, απολυταρχική και βλοσυρή, ήταν οι "κακοί". Ομως, καθώς προχωρούσε ο πόλεμος, οι Αθηναίοι διέπρατταν όλο και περισσότερες φρικαλεότητες - σφάζοντας αδιακρίτως και υποδουλώνοντας γυναικόπαιδα.
Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εμείς -οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, η Αγγλία, ο "πολιτισμένος κόσμος"- είχαμε διατρανώσει τη φρίκη μας απέναντι στο νέο φαινόμενο του σύγχρονου εναέριου πολέμου, τον αδιάκριτο βομβαρδισμό του άμαχου πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Ο βομβαρδισμός της Σαγκάης από τους Ιάπωνες, ο βομβαρδισμός άοπλων Αφρικανών στην Αιθιοπία από τους Ιταλούς, οι βόμβες που ρίχτηκαν κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο στη Μαδρίτη, οι βομβαρδισμοί του Κόβεντρι και του Ρότερνταμ από τους Γερμανούς. Μα, βέβαια, τι μπορείς να περιμένεις από φασίστες!
Επειτα μπήκαμε κι εμείς στον πόλεμο και κάναμε το ίδιο πράγμα, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Η Ρουαγιάν ήταν ένα γεγονός ήσσονος σημασίας. Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από βρετανικά και αμερικανικά αεροσκάφη (συμβάν που πραγματεύεται ο Κερτ Βόνεγκατ με τον ιδιότυπο τρόπο του στο αξέχαστο "Σφαγείο Νο 5") σκότωσε τουλάχιστον 35.000, ίσως μέχρι και 100.000, ανθρώπους. Εμπρηστικές βόμβες αφαίρεσαν όλο το οξυγόνο από την πόλη, φέρνοντας θυελλώδεις ανέμους που έκαναν τις φλόγες να λυμαίνονται τους δρόμους, σ' αυτό το φαινόμενο που ονομάστηκε πύρινη λαίλαπα.
Ο βομβαρδισμός των εργατικών συνοικιών των γερμανικών πόλεων -με φόρο αίματος που έφτασε ίσως το μισό εκατομμύριο νεκρούς- υπήρξε συνειδητή επιλογή του Ουίνστον Τσόρτσιλ και των συμβούλων του, με την οποία συμφώνησε η αμερικανική ανώτερη διοίκηση, για να σπάσουν το ηθικό του γερμανικού έθνους.
Οσο περισσότερα διάβαζα, όσο περισσότερο σκεφτόμουν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο ενισχυόταν η πίστη μου ότι η ατμόσφαιρα του πολέμου αποκτηνώνει όλους τους εμπλεκόμενους, γεννάει ένα φανατισμό, στον οποίο ο αρχικός ηθικός παράγοντας θάβεται κάτω από τη σωρεία των αγριοτήτων που διαπράττονται απ' όλες τις πλευρές.
Τη δεκαετία του '60 η παλιά μου πίστη σ' έναν "δίκαιο πόλεμο" κατέρρεε. Εφτανα στο συμπέρασμα ότι, ενώ σαφώς υπάρχουν στον κόσμο εχθροί της ελευθερίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο ίδιος ο πόλεμος είναι ο πιο άθλιος απ' όλους τους εχθρούς. Κι ότι, παρόλο που κάποιες κοινωνίες μπορούν εύλογα να ισχυριστούν ότι είναι πιο φιλελεύθερες, πιο δημοκρατικές και ανθρωπιστικές από άλλες, η διαφορά δεν είναι αρκετά μεγάλη για να δικαιολογήσει τη μαζική, αδιάκριτη σφαγή που περιλαμβάνει ο σύγχρονος πόλεμος».
ΑΡΧΙΣΤΕ ΜΕ ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
ΦΥΣΕΙ αισιόδοξος ο αμερικανός διανοούμενος αναφέρεται στο τέλος της αυτοβιογραφίας του σε έναν κόσμο που αλλάζει, εφόσον αλλάζουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων.
«Το φυλετικό μίσος και οι διακρίσεις βάσει του φύλου παραμένουν, ο πόλεμος και η βία εξακολουθούν να δηλητηριάζουν τον πολιτισμό μας, έχουμε μια μεγάλη κατώτερη κοινωνικά τάξη από φτωχούς κι απελπισμένους ανθρώπους, κι υπάρχει ένας βαθύς πυρήνας του πληθυσμού που είναι ικανοποιημένος με το πώς έχουν τα πράγματα και φοβάται την αλλαγή.
Αν όμως βλέπουμε μόνο αυτό, έχουμε χάσει την ιστορική προοπτική και τότε είναι σαν να γεννηθήκαμε χθες και να ξέρουμε μόνο τις καταθλιπτικές ειδήσεις στις σημερινές εφημερίδες, στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ των βραδινών δελτίων.
Ας σκεφτούμε την εκπληκτική μεταμόρφωση, μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες, στην ιδέα που έχει ο κόσμος για το ρατσισμό, στη θαρραλέα παρουσία των γυναικών που διεκδικούν τα δικαιώματά τους, στην αναπτυσσόμενη δημόσια αναγνώριση του γεγονότος ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν αποτελούν αξιοπερίεργα αλλά ανθρώπους που συναντάμε γύρω μας, στον μακροπρόθεσμα αναπτυσσόμενο σκεπτικισμό σχετικά με τη στρατιωτική παρέμβαση, παρά το σύντομο κύμα φιλοπόλεμης μανίας κατά τον πόλεμο του Κόλπου.
Αυτή τη μακροπρόθεσμη αλλαγή πιστεύω πως πρέπει να λάβουμε υπόψη αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να χάσουμε κάθε ελπίδα (...)
Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε πως αυτό που βλέπουμε στην παρούσα στιγμή είναι κι αυτό που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε. Ξεχνάμε πόσο συχνά σ' αυτόν τον αιώνα αιφνιδιαστήκαμε από τις αναπάντεχες καταρρεύσεις θεσμών, από εκπληκτικές αλλαγές στη σκέψη των ανθρώπων, από απρόσμενες εξεγέρσεις ενάντια σε τυραννίες, από την ταχεία καθίζηση συστημάτων εξουσίας που έμοιαζαν ανίκητα.
Τα δεινά που συμβαίνουν είναι επαναλήψεις δεινών που συνέβαιναν πάντα -πόλεμος, ρατσισμός, κακομεταχείριση γυναικών, θρησκευτικός και εθνικιστικός φανατισμός, πείνα. Τα καλά που συμβαίνουν είναι απρόσμενα.
Απρόσμενα κι όμως ερμηνεύσιμα βάσει κάποιων αληθειών που αντιλαμβανόμαστε πότε πότε, αλλά που τείνουμε να ξεχνάμε: Η πολιτική δύναμη, οσοδήποτε τρομερή, είναι πιο εύθραυστη απ' όσο νομίζουμε (παρατηρήστε τη νευρικότητα εκείνων που την κατέχουν).
Τους απλούς ανθρώπους μπορεί κανείς να τους εκφοβίσει για ένα διάστημα, μπορεί επίσης να τους περιπαίξει για ένα διάστημα, όμως έχουν έναν βαθιά εμπεδωμένο κοινό νου και αργά ή γρήγορα θα βρουν τρόπο να αμφισβητήσουν την εξουσία που τους καταπιέζει. Οι άνθρωποι δεν είναι εκ φύσεως βίαιοι, σκληροί ή άπληστοι, μολονότι μπορούν να γίνουν τέτοιοι. Οι άνθρωποι, παντού, θέλουν τα ίδια πράγματα: συγκινούνται από τη θέα εγκαταλελειμμένων παιδιών, άστεγων οικογενειών, θυμάτων πολέμου. Θέλουν ειρήνη, φιλία και στοργή, πέραν των φυλετικών κι εθνικών διαχωρισμών.
Η επαναστατική αλλαγή δεν έρχεται σε μία κατακλυσμική στιγμή (τέτοιες στιγμές πρέπει να τις φοβόμαστε!) αλλά σε μία ατέρμονη σειρά εκπλήξεων, διαγράφοντας μια τεθλασμένη γραμμή προς μια καλύτερη κοινωνία.
Δεν χρειάζεται να εμπλακούμε σε μεγαλεπήβολες, ηρωικές πράξεις για να συμμετάσχουμε στη διαδικασία της αλλαγής. Οι μικρές πράξεις, όταν πολλαπλασιάζονται επί εκατομμύρια ανθρώπων, μπορούν ν' αλλάξουν τον κόσμο.
Το να ελπίζει κανείς σε κακές εποχές δεν είναι ανόητα ρομαντικό. Βασίζεται στο γεγονός ότι η ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι μόνο μια ιστορία σκληρότητας, αλλά και συμπόνιας, θυσίας, θάρρους, ευγένειας. Ο,τι επιλέξουμε να υπογραμμίσουμε σε τούτη την περίπλοκη ιστορία, αυτό θα καθορίσει τη ζωή μας. Αν δούμε μόνο το χειρότερο, θα καταστρέψει την ικανότητά μας να κάνουμε οτιδήποτε. Αν θυμηθούμε τους τόπους και χρόνους -κι είναι τόσο πολλοί- που οι άνθρωποι φέρθηκαν εκπληκτικά, αυτό θα μας δώσει την ενέργεια για να δράσουμε και τη δυνατότητα να στείλουμε τη σβούρα -τον κόσμο μας- σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Κι αν δράσουμε, σε οσοδήποτε μικρή κλίμακα, δεν χρειάζεται να περιμένουμε για κάποιο μεγάλο, ουτοπικό μέλλον. Το μέλλον είναι μια άπειρη διαδοχή από παρόντα, και το να ζούμε σήμερα όπως πιστεύουμε ότι πρέπει να ζουν οι άνθρωποι, αψηφώντας όλα τα κακά γύρω μας, αποτελεί από μόνο του μια θαυμαστή νίκη».
ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ Ο ΝΤΙΚΕΝΣ
ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ στη φτωχογειτονιά του Μπρούκλιν, στη δεκαετία του '30, ο μικρός Χάουαρντ ήταν φανατικός βιβλιοφάγος.
«Δεν υπήρχαν βιβλία στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου δεν είχε ποτέ διαβάσει ούτε ένα. Η μητέρα μου διάβαζε αισθηματικά περιοδικά. Κι οι δυο τους διάβαζαν εφημερίδα. Γνώριζαν ελάχιστα για την πολιτική, πέραν του ότι ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ήταν καλός άνθρωπος γιατί βοηθούσε τους φτωχούς.
Οταν όμως ήμουν δέκα χρονώ η "New York Post" πρόσφερε ένα σετ με τα άπαντα του Τσαρλς Ντίκενς (που εκείνοι δεν είχαν ακουστά, εννοείται). Χρησιμοποιώντας κουπόνια που έκοβαν από την εφημερίδα, έπαιρναν έναν τόμο την εβδομάδα για λίγα σεντ. Γράφτηκαν συνδρομητές γιατί ήξεραν ότι μ' άρεσε το διάβασμα. Κι έτσι διάβασα τον Ντίκενς στη σειρά με την οποία λαμβάναμε τα βιβλία, αρχίζοντας με τον "Ντέιβιντ Κόπερφιλντ", κατόπιν "Ολιβερ Τουίστ", "Μεγάλες προσδοκίες", "Τα έγγραφα Πίκγουικ", "Δύσκολοι καιροί", "Ιστορία δυο πόλεων".
Δεν ήξερα τι θέση είχε ο Ντίκενς στην ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας, αφού ήταν ο μόνος γνωστός μου εκπρόσωπος αυτής της λογοτεχνίας. Δεν ήξερα ότι ήταν ο δημοφιλέστερος, μάλλον, μυθιστοριογράφος στον αγγλόφωνο κόσμο (κι ίσως σε όλον τον κόσμο) περί τα μέσα του 19ου αιώνα, ούτε ότι ήταν μεγάλος ηθοποιός κι έκανε αναγνώσεις των έργων του προσελκύοντας πλήθη ανθρώπων, ούτε ότι, όταν στα τριάντα του, επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1842, αποβιβάστηκε στη Βοστόνη, όπου κάποιοι από τους αναγνώστες του είχαν έρθει από την άγρια Δύση, ταξιδεύοντας τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα για να τον δουν.
Αυτό που ήξερα ήταν ότι μου ξυπνούσε θυελλώδη αισθήματα. Κατ' αρχάς, οργή για την αυθαίρετη εξουσία, φουσκωμένη από τα πλούτη και διατηρημένη χάρη στο νόμο. Προπάντων όμως μια βαθύτατη συμπόνια για τους φτωχούς. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου φτωχό με την έννοια που ήταν φτωχός ο Ολιβερ Τουίστ. Δεν συνειδητοποιούσα ότι η ιστορία του με συγκινούσε τόσο επειδή η ζωή του άγγιζε χορδές της δικής μου ζωής.
Πόσο σοφός ήταν ο Ντίκενς, να κάνει τους αναγνώστες του να αισθανθούν τη φτώχεια και τη σκληρότητα μέσα από τη μοίρα των παιδιών, που δεν είχαν αγγίξει την ηλικία στην οποία οι υποκριτικές και ευκατάστατες τάξεις θα μπορούσαν να τα κατηγορήσουν ότι ήταν υπαίτια για τη μιζέρια τους.
Σήμερα, διαβάζοντας πλαδαρά, μουδιασμένα μυθιστορήματα περί "σχέσεων" ανακαλώ την αδιάντροπη διέγερση των συναισθημάτων από τον Ντίκενς, τους ξεκαρδιστικά αστείους χαρακτήρες του, τα επικά σκηνικά του -πόλεις γεμάτες πείνα κι εξαθλίωση, χώρες επαναστατημένες, όπου διακυβεύονταν η ζωή κι ο θάνατος, όχι μόνο για μια οικογένεια, αλλά για χιλιάδες(...)
Για τα γενέθλιά μου όταν έκλεινα τα δεκατρία, οι γονείς μου, που ήξεραν ότι έγραφα σε σημειωματάρια, μου αγόρασαν μία ανακατασκευασμένη/ μεταχειρισμένη γραφομηχανή Underwood. Μαζί υπήρχε κι ένα βιβλίο πρακτικής για τη μάθηση του τυφλού συστήματος και σύντομα έγραφα ανασκοπήσεις/περιλήψεις όλων των βιβλίων που διάβαζα και τις έβαζα στο συρτάρι μου. Ποτέ δεν τις έδειξα σε κανέναν. Μου έδινε χαρά και περηφάνια το να ξέρω ότι είχα διαβάσει αυτά τα βιβλία κι έγραφα γι' αυτά -σε μια γραφομηχανή».
Η ΓΕΛΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ
ΜΟΛΙΣ είχε πάρει το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια όταν, τον Αύγουστο του 1956, ο Ζιν αποφάσισε να αναλάβει στο «μαύρο κολέγιο» Σπέλμαν της Τζόρτζια το τμήμα Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών.
«Ηταν σάμπως να υπήρχε μια άγραφη, ανείπωτη συμφωνία ανάμεσα στη λευκή δομή εξουσίας της Ατλάντα και τις διευθύνουσες αρχές των κολεγίων της μαύρης κοινότητας: Εμείς οι λευκοί θ' αφήσουμε εσάς του έγχρωμους να έχετε το κολεγιάκι σας. Μπορείτε να εκπαιδεύετε τα έγχρωμα κορίτσια σας για να υπηρετούν την κοινότητα των νέγρων, να γίνονται δασκάλες και κοινωνικές λειτουργοί, ίσως ακόμη και γιατροί και δικηγόροι. Δεν θα σας πειράξουμε. Μπορείτε ακόμη και να έχετε κάποιους λευκούς στο προσωπικό σας. Τα Χριστούγεννα, κάποιοι από μας τους λευκούς μπορεί να έρθουμε στο Σπέλμαν και ν' ακούσουμε την περίφημη χορωδία του. Ως αντάλλαγμα, εσείς δεν θ' ανακατεύεστε με τον δικό μας τρόπο ζωής.
Επικυρώνοντας και συμβολικά αυτή τη συμφωνία, ο χώρος του κολεγίου περιβαλλόταν από έναν πέτρινο τοίχο ύψους τριάμισι μέτρων, που σε κάποια σημεία έδινε τη θέση του σε αγκαθωτό συρματόπλεγμα.
(...) Ημουν ήδη ένα εξάμηνο στο Σπέλμαν, όταν, τον Ιανουάριο του 1947, οι φοιτήτριές μου κι εγώ είχαμε μια μικρή αντιπαράθεση με το νομοθετικό σώμα της Τζόρτζια. Είχαμε αποφασίσει να παρακολουθήσουμε μια συνεδρία του. Ο σκοπός μας ήταν απλώς να δούμε τους νομοθέτες να κάνουν τη δουλειά τους. Οταν όμως φτάσαμε, είδαμε κάτι που έπρεπε να περιμένουμε: ότι υπήρχε ένας μικρός χώρος στο πλάι της αίθουσας με την ένδειξη: "έγχρωμοι". Οι φοιτήτριες το συζήτησαν για λίγο κι αποφάσισαν ν' αγνοήσουν τα σήματα και να καθίσουν στον κεντρικό χώρο, που ήταν λίγο-πολύ άδειος. Μόλις η ομάδα μας, περίπου 30 άτομα, κάθισε στις θέσεις, ξέσπασε πανικός. Το νομοσχέδιο περί αλιείας λησμονήθηκε. Ο πρόεδρος του Σώματος έμοιαζε να είχε πάθει κρίση αποπληξίας. Ορμησε στο μικρόφωνο και φώναξε, "Αραπίνες, πηγαίνετε στο χώρο σας! Στην Πολιτεία της Τζόρτζια έχουμε διαχωρισμό".
Τα μέλη του νομοθετικού σώματος είχαν τώρα σηκωθεί όρθια και μας φώναζαν, αντηχώντας αλλόκοτα στη μεγάλη, θολωτή αίθουσα. Η αστυνομία δεν άργησε να φανεί και να προχωρήσει απειλητικά προς το μέρος μας. Και πάλι το συζητήσαμε, ενώ η ένταση στην αίθουσα αυξανόταν. Αποφασίσαμε να βγούμε στον προθάλαμο κι έπειτα να ξαναμπούμε και να καθίσουμε στο χώρο για τους "έγχρωμους", εμού συμπεριλαμβανομένου.
Αυτό που ακολούθησε ήταν μια από εκείνες τις παράξενες σκηνές που δημιουργούνταν συχνά από τα παράδοξα του ρατσιστικού όσο και αβρού Νότου. Ηρθε προς το μέρος μου ένας φρουρός και με ατένισε πολύ προσεκτικά, προφανώς επειδή αδυνατούσε να αποφανθεί αν ήμουν "λευκός" ή "έγχρωμος", και κατόπιν ρώτησε από πού προερχόταν αυτή η ομάδα επισκεπτών. Του απάντησα. Αμέσως μετά, ο πρόεδρος του Σώματος πήγε στο μικρόφωνο, διακόπτοντας και πάλι κάποιον νομοθέτη και δήλωσε με επίσημο τόνο, «Τα μέλη του νομοθετικού σώματος της Πολιτείας της Τζόρτζια θα ήθελαν να απευθύνουν ένα θερμό καλωσόρισμα προς την επισκεπτόμενη αντιπροσωπεία του Κολεγίου Σπέλμαν"».