Η κουβέντα ξεκίνησε από το σενάριο. Το περιφρονεί βαθύτατα, σχεδόν το μισεί και λέι ότι χρειάζεται μόνο για τους παραγωγούς, τις τράπεζες και λοιπούς χρηματοδότες. Πηγαίνοντας πιό πέρα ισχυρίζεται πως η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, ακόμα και όταν βασιζόμαστε σε λογοτεχνικό ή θεατρικό έργο (βλ. δικό του Μάκβεθ) για να κάνουμε μία ταινία. (Κάτι που ισχυρίζομαι κι εγώ όταν μιλάω για τις σχέσεις κλασικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, πριν από το 1895, με τον κινηματογράφο). Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει στις ταινίες του script, παρά κάτι χαρτάκια για κάθε σκηνή, ενώ όλη η ταινία, από τη στιγμή που θα επιλέξει το set, είναι στο μυαλό του. Π.χ. όταν βρήκε το λιβάδι για το «Άλογο του Torino» και οργάνωσε στο μυαλό του την ταινία, είπε ότι θα έχει διάρκεια 2.30’ και βγήκε 2.29’.
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε στο story λέγοντας ότι από τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης, που ξεκινάει με το φόνο του Άβελ από τον Κάϊν, τα πάντα έχουν ειπωθεί και δεν χρειάζεται να εφεύρουμε, πλέον, νέες ιστορίες. Εκέινο που έχει σημασία είναι η γλώσσα του καθενός και ο τρόπος που αφηγείται τις ίδιες πανάρχαιες ιστορίες.
Στον αμερικανικό ή παρόμοιο κινηματογράφο υπάρχει πάντα ένα σενάριο που εξυπηρετείται με πληροφορία cut, πληροφορία cut, πληροφορία cut και δράση cut, δράση cut, δράση cut. Πρόκειται για προϊόν fast food που δεν έχει καμία σχέση με την κουζίνα του σπιτού και που απευθύνεται σε ηλίθιους. Άλλωστε, σε ένα μονοπλάνο, η μηχανή, σε σχέση με το χώρο ή τα πρόσωπα, δεν μένει σταθερή, οπότε μέσα στο ίδιο πλάνο, υπάρχουν πολλά cut χωρίς να διακόπτεται η ροή.
Κι επειδή εκείνη τη στιγμή έγινε ερώτηση για το χρώμα, είπε ότι στο μαυρόασπρο υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία χρωμάτων από το έγχρωμο, ιδίως από τότε που, η γαμημένη Kodak, εισήγαγε στο σελλουλόϊντ το νατουραλισιτκό polyester και τα χρώματα καταστράφηκαν.
Ακολούθως έγινε ερώτηση για το ρυθμό, στην οποία απάντησε εντελώς αόριστα, οπότε μπήκα κι εγώ στο κόλπο και τον ρώτησα αν επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο ρυθμό αποκλειστικά της εικόνας (χωρίς τη βοήθεια της μουσικής, των ήχων ή άλλων στοιχείων) και τι σημαίνει αυτό. Δυστυχώς, μου απάντησε ότι δεν ξέρει. Και συνέχισε να λέει τα ίδια που είπε και πριν για τη σχέση της μηχανής με τα πρόσωπα και το χώρο.
Στον Μάκβεθ που έκανε, λόγω video, ένα πλάνο 65’ μία ηθοποιός του είπε, στο τέλος, ότι φέρνει τους ηθοποιούς σε απόγνωση, ότι κανείς δεν είναι σε θέση να καταλάβει ακριβώς τι γίνεται, σημασία έχει όμως ότι όλοι, οι συμμετέχοντες στο πλάνο, έρχονται σε οργασμό την ίδια στιγμή. Άλλωστε, ο ίδιος, οπως είπε, ποτέ δεν προσπαθεί να προσαρμόσει τον ηθοποιό, σε αυτό που έχει στο μυαλό του ως ρόλο, αλλά ο άνθρωπος-ηθοποιός να βγάλει ως ρόλο αυτό που ο ίδιος είναι. Να μην παίζει αλλά να ζει.
Για τη μουσική είπε ότι από τη δεκαετία του ΄80 που συνεργάζεται με τον ίδιο συνθέτη (ξεχνάω το όνομά του) δεν ασχολείται με τη μουσική, γιατί δεν ξέρει. Απλώς, φωνάζει το συνθέτη στο set και το συζητάνε. Μετά, έρχεται η μουσική την οποία μερικές φορές χρησιμοποιεί και στο γύρισμα. Άλλωστε, όλη η ταινία, ηχητικά (διάλογοι, θόρυβοι, ήχοι, μουσική) φτιάχνεται στο στούντιο με dubbing, folley (Έτσι γράφετα tο dubbing ήχων στο studio?).
Τον ρώτησαν αν πιστεύει μετά από τόσα χρόνια που προβάλλονται και ξαναπροβάλλονται οι ταινίες του, ότι θα έχουν μακρά διάρκεια στο χρόνο και είπε ότι η γλώσσα είναι αυτή που δίνει διάρκεια στο χρόνο.
Ένας ελληναράς κάνοντας την κλασική εισαγωγή «εμείς οι Έλληνες με την κλασική μας παράδοση, ξέρουμε την έννοια του «κάλλους» της ομορφιάς». Τι γνώμη έχει ο Tarr για την ομορφιά στην τέχνη. Φυσικά απάντησε όπως o καθένας μας θα μπορούσε να φανταστεί; υπάρχει πολύ ομορφιά στην ασχήμια. Και πρόσθεσε ότι έχει κάνει παλαιότερα ένα πεντάλεπτο μονοπλάνο με τον τίτλο «Πρόλογος» (υπάρχει στο Internet) όπου δείχνει, φτωχούς άστεγους και εξαθλιωμένους ανθρώπους, και κοιτάζοντας αυτά τα πρόσωπα, λέει ότι είδε πόσο όμορφη είναι η ασχήμια τους.
Τέλος, ο Κουτσιαμπασάκος, τον ρώτησε : "Ποια είναι η γνώμη σας για το 3D cinema και πως αντιμετωπίζεται ο ίδιος στις ταινίες σας το ζήτημα της δημιουργίας της ψευδαίσθησης του βάθους στο πλάνο, δεδομένο ότι η ταινίες προβάλονται σε μια δισδιάστατη επιφάνεια, την κινηματογραφική οθόνη;"
Και είπε ότι μπορεί να έχει σχέση με installations ή ό,τι άλλο θέλετε αλλά όχι με τον κινηματογράφο. Εμείς είμαστε σαν τους ζωγράφους: υποχρεωμένοι να δουλεύουμε με δύο διαστάσεις.
Συμπερασματικά, σε ότι είχε σχέση με σενάριο ή θεωρία ο άνθρωπος βγάζει σπυριά. Κι αν κρίνω από τον τρόπο που μιλούσε για τη ζωή του, τους φίλους του, με τους οποίους κάνει τις ταινίες του, αλλά και καθημερινή παρέα, χωρίς ποτέ να μιλάνε για «τέχνη», θα τον χαρακτήριζα τυπικό χειροπράκτωρα, artisanat, μάστορα, που με τα χεράκια του φτιάχνει ταινίες, όπως ένας μαραγκός φτιάχνει καρέκλες ή ένας σιδεράς διάφορα εργαλεία.
Φώτος 09.06.2011